παρτ 1

28 2 0
                                    

Με λένε Έντουαρντ Στόουν...

Είμαι σαράντα χρόνων.

Είμαι ένας άνθρωπος κουκίδα, χαμένος μέσα στο πλήθος.

Ένας ανθρωπος σκιά.

Ζω σ' ένα βρόμικο διαμέρισμα, που δεν επισκέπτονται παρά μόνο οι κατσαρίδες και οι αράχνες, που έχουν κάνει καταυλισμό στο αχουρι μου.

Και ξέρετε κάτι;

Μου αξίζει, εκατό τις εκατό.

*******

Σικάγο  1996

εικοσι χρονια πριν



Η μάνα μου με φωνάζει για πρωινό.

Δε γουστάρω να κατέβω, έχε χαρη πού πεινάω.

- Μέρα... Μουρμούρισε και κάθομαι στη καρέκλα μου.

- Καλημέρα, παιδί μου. Μου λέει και σχεδόν δε με κοιτάει.

Γιατί;

Με φοβάται;

Γιατί τις απόψεις μου..

Αυτές είναι και αν γουστάρουν.

Μου ρίχνει επιτέλους μια ματιά.

- Περιμενε να έρθουν τα αδέρφια σου. Λέει, καθώς αρπάζω λυσσασμένος από τη πείνα τα κρουασάν.

- άκου να σου πω, ο λιαμ η Τες και ο σαμ είναι αδέρφια μου! Αυτή η μικρή βρομοΜεξικανα, δεν είναι αδελφή μου.

Την είδα να θυμώνει.

- Μη μιλάς έτσι...Μη τολμίσεις να ξαναμιλήσεις έτσι! Φώναξε

Τη κοίταξα.

- Γιατί; Δίκιο δεν έχω; Με ένα βρομομεξικάνικο δε τη σκαρωσες; Μετά το θάνατο του πατέρα..Πάλι καλά που δε τον παντρεύτηκες Τον μεξικανο, για Θα αυτοκτονούσα από ντροπή μου.

Ντρέπομαι που ντρέπομαι για αυτήν την άσχημη κατσαρίδα που έχεις για κόρη. Φώναξα

Μου έριξε μια σουβλερη ματιά.

- Να ντρέπεσαι για αυτό που έχεις γίνει... Μου πέταξε ψυχρά.

Θύμωσα πολύ, αναποδογύρισα Την πιατέλα με τα κρουασάν, την ώρα που τα Μικρά κατέβαιναν τη σκάλα...

Βγήκα έξω.

- Αι στο διάολο. Πάλι νηστικός έμεινα... Φώναξα και ανέβηκα στη μηχανή μου.

Μπήκα στο σχολείο, έπεσαν μερικά φιλιά με την Τζεν, τη γκόμενά μου και κάθισαν στη πίσω αυλή για να καπνίσω.

Ήρθε η παρέα μου και αρχίσαμε να μιλάμε ζωηρά.

Κάποια στιγμή, φάνηκε μια παρέα μεξικανοπαιδα, μαζί τους φυσικά μαζι τους Και η" αδερφούλα" μου, η Άννα.

Πως τα κατεστρεψα ολα...Where stories live. Discover now