παρτ 2

19 0 0
                                    

Γυρίζω σπίτι.

Η μάνα μου ετοιμάζει το μεσημεριανό.

Το σπίτι μοσχομυρίζει τηγανητό κοτόπουλο και πατατακια τηγανητα.

Πλένω τα χέρια μου και κάθομαι στο τραπέζι.

Τα μικρά δε μου μιλάνε, δε με κοιτάνε.

Τα χαιρετάω...

Με γράφουν.

- Τι τρέχει; Αόρατος είμαι. Φώναξα

Καμία απάντηση.

Μωρέ, δε πάνε να πνίγουν;

Ξέρω τι έγινε...

Μου κρατάνε μούτρα για αυτό που έγινε με την αλληνε, δε με μοιάζει.

Τα αγαπάω πολύ, αλλά δε μπορώ να καταλάβω, πως αγαπάνε τόσο πολυ αυτό το χοντρό απαίσιο πλάσμα.

Ο Τομ, με εκανε να δω καθαρα κι ας πολλοί λενε πως μου κανει κακο.

Μεχρι περυσι, της ειχα και αδυναμία.

Αλλα καταλαβα πως ειναι απλα ενα αρπακτικό, που θελει μονο να μας βλαψει...

Το ξερω πολυ καλα.

θελει το κακο μας.

Οπως ολοι οι ξενοι.

Γιατι ξενη ητανε και παντα θα εμενε...

Ο Τομ, μου ανοιξε τα ματια.


Κοιτάζω τα μικρα, πινουν χυμο.

Ο Λιαμ και ο Σαμ είναι δίδυμα, μελαχρινα με πράσινα μάτια, γύρω στα δεκαέξι.

Η Τες, ξανθια με μπλε μάτια, γυρω στα 17.

 μοιαζει στη μανα.

Εγω πηραμε από το μπαμπά, εχω μαυρα μαλλια και  σκασκουρα πρασινα ματια.

Δε ξέρω, γιατί τα λέω ακόμη μικρά, συνήθεια.

Εγώ είμαι δεκαεννιά, έχασα δύο χρονιές από απουσίες, φοβάμαι μη χάσω και αυτή, πηγαίνω Τρίτη Λυκείου.

Κοιτάζω πάλι τα "Μικρά"

- Αν έχετε τέτοια μούτρα για τη χοντ...

Η Τες με κοίταξε άγρια.

- Δεν είναι χοντρή, εξήντα τεσσερα κιλά είναι μόνο. Φώναξε.

Γέλασα ειρωνικά.

- Αν είσαι 1.54, σαν αυτή, φαίνεσαι βαρέλι. Πέταξα

Η τες μου έριξε μια ματιά.

- ότι και να πω μαζί σου, χαμένο πάει. Είπε και γύρισε από την άλλη.

Εκείνη τη στιγμή η μάνα, με τα πιάτα.

Μας κοίταξε.

- που είναι η Άννα;

Εκανα μια γκριμάτσα.

- Που θα είναι, η αρκούδα; Κάπου κ θα τρώει... Είπα φώναξα.

Η μάνα μου κοπάνησε τα πιάτα στο τραπέζι.

- αρκετά! Αρκετά! Δε το αντεχω άλλο, ενα χρονο τωρα... δεν αντεχω... Άρχισε να κραυγάζει έξαλλη.

Ακούστηκαν κλειδιά.

Η Άννα γύρισε σπίτι.

- κορίτσι μου, έλα να φάμε.

Είπε η μάνα

- Δε πεινάω.

- Δε πείνας εσύ, θαύμα...

- Έντουαρντ. Πάψε. Πεταχηκε η μητερα, η Κλόι.

Η Άννα έκανε να ανέβει τη σκάλα.

- Μια στιγμή! Φώναξε η μητέρα

Έτρεξε κοντά της.

Άγγιξε το πρόσωπο της.

- Τι έπαθες; Έχεις μελανιές...

Ή Άννα της χαμογέλασε μουδιασμενα.

- τίποτα, χτύπησα σε μια πόρτα.

Δεν έχασα ευκαιρία να πετάξω την κακιά μου.

- Ε τέτοια ηλίθια που είσαι, τι θα έκανες;

- σταματα! Μου φώναξε η Κλόι, ενώ η Άννα ανέβηκε τα σκαλοπάτια.


Αν είχα δει τα σημάδια,

Αν είχα δώσει σημασία...

Θα είχα προλάβει το κακό.

Πως τα κατεστρεψα ολα...Where stories live. Discover now