Κεφάλαιο 8

51 4 0
                                    

Αφού δεν βρήκε έξοδο κάτω. Αποφάσισε να ξαναπροσπαθήσει πάνω με εξώπορτα.

"Μην με στοιχειώνεις, εσύ!"

Άκουσε πίσω της.

Γύρισε και νόμιζε...

Ήταν μια γυναίκα στα λεπτά, με ξανθά μαλλιά μακριά, λεπτή και μικροκαμωμένη. Είχε ένα άγριο ύφος στο πρόσωπο της.

Η Βίκη έμεινε σε ένα σημείο ακίνητη με το στόμα ανοιχτό.

"Μην με στοιχειώνεις,εσύ!"

Φώναξε άγρια το φάντασμα-γυναίκα.

Το παράξενο ήταν πως δεν κοιτούσε ευθέως την Βίκη στο πρόσωπο, αλλά τα χέρια. Η κοπέλα κατάλαβε πως κοιτούσε τον πίνακα που κρατούσε.
Αγρίεψε ξανά.
"Μην με στοιχειώνεις,εσύ!"
Φώναξε άγρια και έτρεξε μπροστά της.
Το φάντασμα πίσω της φώναζε την ίδια συνεχώς φράση.
"Μην με στοιχειώνεις,εσυ!"
Αυτή την φορά πρόσθεσε δυνατά "Βοήθεια."

Η Βίκη έβλεπε ξανά όλα να κινούνται στο σπίτι.
Κατάλαβε πως δεν το φανταζόταν. Όλα στα αλήθεια κοινούνταν. Το σπίτι ήταν όντως στοιχειωμένο και το στοίχειωνε ένα φάντασμα μιας νεαρής γυναίκας.

Έκανε ένα γύρω του κάτω μέρος του σπιτιού και βρέθηκε ξανά στη εξώπορτα.
'

Όλα είχαν ησυχάσει πια. Δεν έβλεπε πια την γυναίκα.
"Άνοιξε πια,άνοιξε."
Την τραβούσε από το χεράκι τρομαγμένη.
"Αχ,άνοιξε πια."

Πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ησυχάσει.

Ένιωσε προς το τρόμο της ένα βάρος στο δεξί της ώμο. Γύρισε ελάχιστες μοίρες τη κεφάλι της και κοίταξε με το ένα μάτι πίσω.

Πίσω της βρισκόταν το φάντασμα της γυναίκας. Και της χαμογελούσε γλυκά.

"Μην με στοιχειώνεις,εσύ!"
Επανάλαβε και έδειξε τον πίνακα. Έπειτα έστριψε την προσοχή της στην πόρτα, σηκώνοντας το χέρι της την άνοιξε.

Η Βίκη κοίταζε το φάντασμα που της χαμογελούσε συνεχώς και την κοίταζε τρυφερά.

"Ευχαριστώ!"
Είπε η Βίκη και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Όταν πια έξω και ασφαλής από το σπίτι έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω και είδε την πόρτα να την κλείνει ο αέρας.

Δεν καταλάβαινε τίποτα, είχε μπερδευτεί.
Το σπίτι ήταν στοιχειωμένο από φάντασμα που από την μια ήταν άγριο και επικίνδυνο, που μετακινούσε πράγματα και έπιπλα και από την άλλη γλυκό και τρυφερό.

Τρομαγμένη και με παράξενη εμπειρία, την οποία αποφάσισε να εμπιστευτεί την ιστορίς της πουθενά. Όταν κάποιοι μιλούσαν για αυτό σπίτι, ποτέ δεν έπαιρνε μέρος στην κουβέντα. Ποτέ δεν έλεγε καμία λέξη.

Πάντως, όταν πήγε τον πίνακα στον πατέρα της, ήταν πολύ ευχαριστημένος. Τον πήρε σχεδόν αγκαλιά και ψιθύρισε κάτι σαν "τον περίμενα τόσο καιρό."
Όταν Βίκη ρώτησε τι σημασία έχει αυτός ο πίνακα. Της είπε το μυστικό του. Αυτός ο πίνακας ανήκε στην μητέρα της Βίκης, την οποία δεν γνώρισε ποτέ της. Η κοπέλα όμως δεν ήθελε να τίποτα.

Η Βίκη υποσχέθηκε στον εαυτό της πως δεν γύριζε ποτέ πίσω ξανά εκεί. Και το έκανε για το υπόλοιπο της ζωής της.

"Μην με στοιχειώνεις,εσύ!" Where stories live. Discover now