Η κουρτίνα που κρεμμόταν από το παράθυρο ήταν φτιαγμένη από ένα αραχνένιο ύφασμα. Τόσο λεπτή και διάφανη που κανείς νόμιζε πως δεν υπήρχε. Ο χρόνος βέβαια την είχε πειράξει λίγο και σε κάποια σημεία ήταν περισσότερο ορατή. Λευκή όπως ήταν, άφηνε τις αχτίνες του ήλιου να πέφτουν μέσα στο υπνοδωμάτιο. Το φως χτυπούσε στον καθρέφτη απέναντι από το κρεμάτι και σχημάτιζε ένα μικρό ουράνιο τόξο στο ταβάνι και στη ξύλινη καρέκλα. Εκεί, λοιπόν έπεσε το βλέμμα μου μόλις άνοιξα τα μάτια μου. Αυτόματα σχηματίστηκε στα χείλη μου ένα τεράστιο χαμόγελο... Ήταν τόσο ελπιδοφόρο σημάδι το ουράνιο τόξο, το άσπρο χρώμα της αραχνοϋφαντης κουρτίνας, οι αχτίδες του ήλιου στο δωμάτιο, που ήταν σχεδόν αδύνατον να μη χαμογελάσω, να μη κάνω τον εαυτό μου να πιστέψει πως όλα, από εδώ και πέρα θα πήγαιναν καλά και πως η υπόσχεση που δώσαμε με τον Κώστα λίγο πριν κοιμήθουμε μαζί, θα γινόταν σύντομα πραγματικότητα.
Γύρισα από την αριστερή πλευρά, μα δεν τον βρήκα στο κρεβάτι. Οι πιτζάμες του βρισκόταν διπλωμένες και τοποθετημένες δίπλα στο μαξιλάρι. Σηκώθηκα και με τα δάχτυλά μου ακούμπησα τη κουρτίνα και τη τράβηξα. Άνοιξα το παράθυρο και ένα ζεστό, καλοκαιρινό αεράκι χτύπησε το πρόσωπό μου. Κοίταξα απέναντι... Το βουνό που στεκόταν εκει ήταν το ίδιο που έβλεπα και από το δωμάτιο στο πατρικό μου σπίτι. Ήταν το Μπόζοβο, το βουνό μας, που γέμιζε τον χειμώνα χιόνι και κατέβαζε την άνοιξη νερό. Ευλογημένο το θεωρούσαν όλοι στο χωριό αυτό το βουνό. Και μάλλον ήταν...
Τις σκέψεις μου διέκοψε η πόρτα του δωματίου που άνοιξε χωρίς καμία προειδοποίηση. Ήταν η πεθερά μου. Δεν μου φαινόταν και ιδιαίτερα διαφορετική από την ημέρα του γάμου. Συνέχιζε να έχει το μαλλί της πιασμένο ψηλά και να φοράει ένα σκούρο καφετί φόρεμα. Το μόνο που ήταν διαφορετικό πάνω της ήταν το βλέμμα. Όσες φορές την είχα δει, μου φαινόταν μια ήρεμη γυναίκα. Τώρα όμως, με κοιτούσε με ένα αγριεμένο βλέμμα και ανάμεσα στα φρύδια της ήταν έντονα σχηματισμένη μια μεγάλη ρυτίδα.
''Καλημέρα'' τόλμησα να ξεστομίσω
''Ξύπνησες αργά και αντι να ντυθείς γρήγορα και να βγεις για δουλειά κάθεσαι και χαζεύεις το χωράφι και το βουνό;'' μου είπε ως απάντηση στην ευχή μου
''Συγγνώμη μα...''
''Κοίτα να δεις... Αυτό το σπίτι δεν έγινε από μοναχό του! Και εγώ και ο άντρας μου δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τα ζώα δεν φροντίζονται από μοναχά τους! Επτά παιδιά πάντρεψα!''
YOU ARE READING
Σ'ενα κύμα
RomanceΙούνιος 1956, Ήπειρος. Καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα σε ένα μικρό χωριό των Ιωαννίνων. Μουσική ακούγεται στους δρόμους. Δύο σπίτια είναι γεμάτα κόσμο. Το ένα μάλιστα είναι και γεμάτο λουλούδια. Μια κοπέλα στέκεται στο παράθυρο του δωματίου της. Ένας άν...