Η Κυριακή στο νέο μου σπιτικό ήταν μέρα ξεκούρασης και επισκέψεων. Στο πατρικό μου, ο χρόνος δεν έφτανε για τίποτα τέτοιο. Εγώ συνήθως μετά τη λήξη της Θείας Λειτουργίας πήγαινα στη δουλειά, οι γονείς μου στα ζώα και η Ελπίδα έμενε σπίτι και φρόντιζε για το φαγητό και τις οικιακές δουλειές. Πολλές φορές, αν δεν υπήρχαν οι καμπάνες, θα ξεχνούσα σίγουρα ότι ήταν Κυριακή. Δεν είχε και καμία αξία να το θυμάμαι άλλωστε αφού ήταν μια μέρα σαν όλες τις υπόλοιπες. Τους τελευταίους δύο μήνες όμως, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά.
Μετά τη Κυριακάτικη Λειτουργία, εγώ και η πεθερά μου γυρνούσαμε στο σπίτι και δεν πηγαίναμε στο χωράφι ή στα ζώα. Γυρίζαμε σπίτι. Εγώ καθάριζα το σπίτι και εκείνη έφτιαχνε μια πίτα σε εκείνο το στρόγγυλο μεγάλο ταψί που βρισκόταν κρεμασμένο δίπλα στο τραπέζι. Μοσχολοβούσε το σπίτι φρέσκο ζυμάρι και στη συνέχεια βούτυρο και στο δικό μου μυαλό ερχόταν συνεχώς αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια... Τότε που η μαμά έφτιαχνε πίτες ή χρησιμοποιούσε το βούτυρο για το ψητό και μύριζε τόσο γλυκά και μοναδικά και το δικό μας σπίτι.
Εκείνη τη Κυριακή ένιωθα εντελώς κουρασμένη και αδύναμη. Κατάλαβα τον Κώστα που ξύπνησε δίπλα μου και τον κοίταξα με ένα άδειο βλέμμα.
''Καλημέρα'' μου είπε
''Καλημέρα'' είπα άτονα
''Είσαι καλά; Φαίνεσαι κάπως''
''Δεν είμαι καλά... Νιώθω αδύναμη, εξαντλημένη...''
''Μείνε εδώ. Μη πηγαίνεις στην εκκλησία... Θα πω στην μητέρα μου να μη σε περιμένει''
''Δεν γίνεται να μείνω όλη μέρα στο κρεβάτι...Θα έρθει το μεσημέρι η Σεβαστή με την οικογένειά της, το ξέχασες;'' η Σεβαστή ήταν μια από τις αδερφές του Κώστα...
''Κατερίνα... Πριν τον γάμο μας η μητέρα ετοίμαζε όλα τα πράγματα μόνη της... Δεν είναι τίποτα σημαντικό. Ξεκουράσου και αν συνεχίσεις να μην είσαι καλά θα φωνάξουμε αύριο τον γιατρό, εντάξει;''
''Κώστα, είσαι...''
''Τι;''
''Πολύ καλός''
Εκείνος γέλασε με τη παιδική απάντηση που έδωσα. Γλυκός ήθελα πραγματικά να πω. Κάτι πολύ σπάνιο για άντρα εκείνα τα χρόνια. Γλυκός. Που δεν με κοιτούσε σαν υπηρέτριά του αλλά σαν άνθρωπο.
Ευχαριστούσα τον πατέρα μου κάθε μέρα που περνούσε για την επιλογή που έκανε. Νόμιζα πως δεν θα μπορούσα να είχα βρει κάποιον καλύτερο για να περάσω και να μοιραστώ το υπόλοιπο της ζωής μου.
YOU ARE READING
Σ'ενα κύμα
RomanceΙούνιος 1956, Ήπειρος. Καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα σε ένα μικρό χωριό των Ιωαννίνων. Μουσική ακούγεται στους δρόμους. Δύο σπίτια είναι γεμάτα κόσμο. Το ένα μάλιστα είναι και γεμάτο λουλούδια. Μια κοπέλα στέκεται στο παράθυρο του δωματίου της. Ένας άν...