Έχει έρθει η άνοιξη. Και η Emma έχει χαθεί. Δεν επισκεπτεται πια το ατελιέ της. Εκείνος κάθε μέρα κοιτάει με την ελπίδα να την δει, όμως κάθε βράδυ πέφτει για ύπνο απογοητευμένος.
Ανησυχεί.
Ανησυχεί ότι κάτι μπορεί να της έχει συμβεί. Αν δεν ξαναγυρίσει ποτέ; Αν δεν την ξαναδεί ποτε; Είναι εθισμένος σε εκείνη. Κοιτάει τα έργα της και τον πιάνει νοσταλγία. Πως μπορούσε να τα αφήσει όλα πίσω της; Πως μπορούσε να αφήσει εκείνον πίσω της;
Ένιωθε προδομένος.
Ήταν το στήριγμά του. Ισως επειδή δεν την ήξερε. Είχε απογοητευτεί από όλους τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει και εκείνη ήταν η μόνη του παρηγοριά.
Ώσπου την είδε. Κατέβαινε απο ένα μαύρο μεγάλο αυτοκίνητο. Όμως δεν ήταν μόνη. Ένας ψηλός άντρας ντυμένος αλοπρόσαλλα την ακολουθούσε.
Το πρόσωπό της παρέμενε ανέκφραστο, ακόμα και μετά από τόσους μήνες αλλα ή στάση του σώματος της δήλωνε μια απογοήτευση. Μία θλίψη.
Έφυγαν.
Και μόνο όταν έφυγαν κατάφερε να δει τι έλεγε η πινακίδα που είχαν καρφώσει έξω απο το ατελιέ.
Πωλείται.
YOU ARE READING
Atelier
Short StoryΒούτηξε το πινέλο στο χρώμα και άφησε το χέρι της να γλιστρήσει ελεύθερα πάνω στο ύφασμα του καμβά. Ένας χαμόγελο τρεμοπαιζε στα χείλη της ενώ τέχνη ξεδιπλωνοταν μπροστά στα μάτια της. Μόνο που η τέχνη ήταν τα μάτια της.