Πέρασαν χρόνια. Εκείνος αγόρασε το ατελιέ. Δεν ήθελε να το πάρει κανείς άλλος. Ήλπιζε ότι κάποια μέρα εκείνη θα το μετάνιωνε και θα γυρνούσε πίσω. Δεν άλλαξε τίποτα στον χωρο.
Πλέον είχε οικογένεια. Την γυναίκα του, τα παιδιά του και ενα μικρό λευκό λαμπραντόρ. όμως ποτέ δεν την ξέχασε. Πριν πέσει για ύπνο, έριχνε ένα βλέμμα προς το ατελιέ με την ελπίδα πως θα βρει το φως ανοιχτο. Όμως η ελπίδα του πέθαινε με την νύχτα και ξαναγεννιόταν με την μέρα.
Ήταν Κυριακή βράδυ. Τα παιδια του ειχαν πέσει απο μωρις για υπνο και εκεινος ειχε κατσει με την γυναικα του στην αυλη να μιλανε. Το άκουσε, άκουσε τον ήχο που τόσο του είχε λείψει. Έστρεψε το βλέμμα του προς τον δρόμο και την ειδε. Κατέβαινε απο το ποδηλατο της όπως τότε. Δεν είχε αλλάξει ούτε ένα πράγμα πάνω της. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και την πλησίασε. Στάθηκε μπροστά της και την παρατήρησε. Φαινόταν χαρούμενη.
Έπρεπε να περιμένει χρόνια για να την δει να χαμογελάει αλλα το άξιζε. Γιατί είχε το πιο ωραίο χαμόγελο. Έβγαλε τα κλειδια του ατελιέ που κρατούσε πάντα στην τσέπη της ρόμπας του και τα έφερε μπροστά της.
"Ήξερα ότι θα γυρίσεις." ήταν το μονο που είπε.
ΤΕΛΟΣ
Εύχομαι να σας άρεσε!
Ευχαριστώ για τον χρόνο σας!
YOU ARE READING
Atelier
Short StoryΒούτηξε το πινέλο στο χρώμα και άφησε το χέρι της να γλιστρήσει ελεύθερα πάνω στο ύφασμα του καμβά. Ένας χαμόγελο τρεμοπαιζε στα χείλη της ενώ τέχνη ξεδιπλωνοταν μπροστά στα μάτια της. Μόνο που η τέχνη ήταν τα μάτια της.