Κεφάλαιο 11

10 0 0
                                    

-Ο Εντι περιμενει. Δεν εχουμε πολυ χρονο...

Με κοιταει στα ματια και περιμενει να καταλαβω. Προσπαθει να επικοινωνήσει μαζί μου με τηλεπάθεια. Εγώ σαν τη χαζή όμως μένω και τον κοιτάω.

-Είναι πολύ σημαντικό αυτή τη στιγμή να φύγουμε. Πρέπει να σε πάω στον Εντι!

Εντι, Εντι, Εντι....καπου το'χω ξανακούσει αυτό το όνομα....Ναι! Φυσικά! Το γράμμα που είχα βρει μεσα στη κορνίζα, στο γραφείο του πατέρα μου! Κοίτα να δεις τι έλεγε..."Να προσέχεις τον Εντι και να του καθαρίζεις τη γυάλα κάθε βδομάδα.". Ωστε έτσι ε; Ήρθε πλέον ο καιρός να ξεκαθαρίσουν κάποια πράγματα, να λυθούν απορίες που ποτέ δεν λύθηκαν.

- Πάμε, ανταποκρίνομαι στον κύριο Κεκαλυκο, ο οποίος χωρίς να χάσει χρόνο, με οδηγεί σε ένα πιο σκοτεινό στενό.

Μια λάμπα στο τέλος της διαδρομής, προσφέρει το λιγοστό φως, ή μάλλον το απαραίτητο φως, το οποίο φωτίζει το δρομάκι. Ογκώδη κάδοι σκουπιδιών, ξεχυλοι μέχρι επανω, δημιουργούν μια αίσθηση αηδίας για το μέρος στο οποίο βρίσκομαι. Σκουπίδια πεταμένα εδώ και εκεί. Μια αποκρουστική μυρωδιά φτάνει στα ρουθούνια μου, και αυτό μου δινει έναυσμα να προχωρήσω με πιο γρήγορους ρυθμούς. Ξάφνου όμως, μια κίνηση από τη δεξιά μου πλευρά, με κάνει να κοκκαλώσω στη θέση μου. Ένα γατί τότε, εκτινάσσεται έντρομο μπροστά μου! Έντρομη και εγώ, κάνω ασυνείδητα λίγα βήματα προς τα πίσω και γλιστράω, το πιο πιθανόν, σε ένα σκουπίδι. Ένα δυνατό ΣΠΛΑΤΣ ακούγεται και εγώ έχω βρεθεί χέρια πόδια, ολόκληρη, μέσα στις λάσπες που υπήρχαν. Ο Κεκαλυκος , ο οποίος έχει ήδη προχωρήσει αρκετά μπροστά από μένα, γυρνάει προς το μέρος μου και ,προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του, μένει και με κοιτάει. Ωχ,την εβαψα! σκέφτομαι και χωρίς να χάσω άλλο χρόνο, προσπαθώ να σηκωθώ. Με το που πατάω όμως στα πόδια μου, χάνω και πάλι την ισορροπία μου και ΣΠΛΑΤΣ! να μαι και πάλι χάμω, να "κολυμπάω" μέσα στα λασπόνερα. Αυτή τη φορά, δεν θελω να κοιτάξω τον κύριο Κεκαλυκο. Η ντροπή και ο θυμός με τον εαυτό μου έχουν φτάσει στα υψη! Αν θύμωσε πριν που έπεσα μια φορά, τώρα πρέπει να έχει γίνει έξαλλος.

Χαμένη στις σκέψεις μου, με σκυμμένο το κεφάλι, δεν προσέχω ότι τόση ώρα ένα χέρι έχει απλωθεί μπροστά μου, πρόθυμο να με βοηθήσει να σηκωθώ. Κοιτάω πάνω και βλέπω τον Κεκαλυκο να παλεύει με νύχια και με δόντια να μην σκάσει στα γέλια, με αυτά που κάνω.

-Καλά βρε παιδάκι μου, αχαχαχαχα, δεν... Δεν σου έχω πει ότι βιαζομαστε;, αποκρίνεται, χωρίς να μπορεί να σταματήσει να γελάει.
-Με...με συγχωρείται..., απαντάω και επιτέλους βρίσκω ισορροπία στα δύο μου σκέλη, τα οποία δεν έλεγαν να συνεργαστούν πριν από λίγα δευτερόλεπτα.
-Έλα ενταξει, κάναμε ένα μικρό διάλλειμα, όμως να μην επαναληφθεί.
- Ναι κύριε.
-Ωραία, τώρα ακολού..

Ζω και πεθαίνω Where stories live. Discover now