ΠΡΑΞΗ 1: Οταν πεσει ο Κεραυνος

34 4 2
                                    

  ────────⊹⊱✫⊰⊹────────

Ηταν ηλιοβασιλεμα στο χωριουδακι,μια ομορφη ανοιξιατικη μερα στη Γερμανια. Η ωρα ηταν 7 το απογευμα,ο ηλιος σιγα-σιγα αποχαιρετουσε τη γη,δινοντας στη θεση του στη γυναικα του,το φεγγαρι,για να κατευθυνει τους ανθρωπους τη νυχτα που ερχοταν.

Ηταν ομως διαφορετικο το ηλιοβασιλεμα το σημερινο. Ειχε τοσο ομορφα χρωματα,τοσο φως,τοση ρομαντικη ατμοσφαιρα,που οι κατοικοι του χωριου ειχαν μαζευτει στο λιβαδι κοντα στο χωριο τους,και καθονταν και αγναντευαν,μαγεμενοι απο τη πρωτογνωρη αυτη ομορφια. Κανεις δεν βρισκοταν στο σπιτι του,μοναχα εξω,στη φυση.

"Τι ομορφα που φωτιζει ο Ηλιος σημερα,μαμα!" Θαυμασε ενα κοριτσακι εκει κοντα,που καθοταν ησυχο με τη μανα του και παρατηρουσαν τα χρωματα.

Η μητερα,σιωπηλη,χαιδεψε το κεφαλακι της κορης της και της ειπε να κανει ησυχια,γιατι αυτη ακριβως τη στιγμη,το Πνευμα της Ημερας ενωνε τα χερια του με το Πνευμα της Νυχτας. Θεοτητες και οι δυο,το χωριο τα λατρευε αυτα τα πνευματα,θεωρωντας τα ως φυλακες αγγελοι,σταλμενοι για να τους προστατευουν απο τα κακα πνευματα και τους θανασιμους τους εχθρους,τους δαιμονες.

────────⊹⊱✫⊰⊹────────


Ειχε απλωθει μια απεραντη σιωπη,σεβασμο γεματη,σε τουτο το μικρο λιβαδι.

Το ελαφρυ αερακι χαιδευε απαλα τα μαλλια των κατοικων,και ιδιαιτερα της καταμαυρης αλογοουρας μιας νεαρης κοπελας,με ματια κοκκινα του παθους,σαν το αιμα που ερεε ζεστο στις φλεβες της.

Αυτη ηταν η Μισελ. Ενας ανθρωπος της μαγειας,ωστοσο η ιδια δεν ειχε ανακαλυψει την μαγεια μεσα της ακομα.

Παρα τον παρορμητικο χαρακτηρα της,η Μισελ δεν μιλουσε. Ενιωθε λες και η φωνη της ειχε εξαφανιστει,την ειχαν κλεψει οι Σειρηνες. Ωστοσο ηταν διαφορετικα τα πραγματα. Ειχε εντυπωσιαστει τοσο με αυτη τη πρωτοφανη θεα,που αγνοουσε τα παντα,απο τα βηματα των χωρικων που αποχωρουσαν οταν επεσε αργα-αργα η ηρεμη νυχτα,μεχρι τη φωνη του καλυτερου της φιλου,του Γκαμπριελ.

Ο Γκαμπριελ...Ενα κοντο,λιγνο αγορι,με ξανθα μαλλια σαν σταχυα στην εξοχη,και ηρεμα πρασινα ματια. Αυτη η ηρεμια στα ματια και στο προσωπο ηταν το χαρακτηριστικο του. Δεν φαινοταν να ταραζονταν απο τιποτα και απο κανεναν,με μια μονιμη "ουδετερη" εκφραση στο προσωπακι του. Παρα το υψος του και το οτι δεν ηταν ανθρωπος της μαγειας,ηταν ιδιαιτερα δημοφιλης στα κοριτσια,λογω της γοητευτικης του συμπεριφορας και τα ματια του.

Η Μισελ δεν ειχε αντισταθει στον Γκαμπριελ,ή οπως τον φωναζε αυτη τρυφερα, "Γκαμπε". Ειχε ενα στενο δεσμο μαζι του,ο παιδικος της φιλος,της ειχε πει πραγματα που δεν τα ειχε πει σε κανεναν αλλο,ο,τι ηταν να κανουν το κανανε μαζι. Ηταν οι πιο στενοι φιλοι σε ολο το χωριο. Συχνα οι χωρικοι εκαναν αστεια πανω σε αυτο,οπως διαφορα πειραχτικα υπονοουμενα,που ντροπιαζαν την Μισελ,οπως ερωτησεις για το ποτε ειναι ο γαμος,ή τραγουδακια αγαπης.

Παρ'ολα αυτα,ο Γκαμπριελ ειχε ενα μυστικο.
Ενα μυστικο που τον ταλαιπουρουσε.

"Δεν ειμαι τρελος. Απλα ΑΡΡΩΣΤΟΣ." Ελεγε παντα το ξανθο αγορι,με δακρυα στα ματια. Ηταν απο τις λιγες φορες που το αγορι εδειχνε συναισθηματα,ενα θυμωμενο,απογοητευμενο κλαμα. Ενιωθε πως κανεις δεν τον καταλαβαινε,πως κανεις δεν ηξερε πως ηταν να ηταν αυτος.

Κανεις δεν ξερει πως ειναι να ζεις,με ψευδαισθησεις να παιζουν παιχνιδια με τα ματια και το μυαλο σου,να τις νιωθεις να σου χαιδευουν "τρυφερα" το πιγουνι και να σου ψιθυριζουν Αλαμπουρνεζικα στα αυτια σου.

Κανεις δεν ξερει πως ειναι να εισαι αποκομμενος απο την πραγματικοτητα,οι σκεψεις σου ανορδιογανωτες και τρομακτικες,να σου προκαλουνε πονο στη ψυχη και στο σωμα οταν δεν τις υπακους.

Κανεις δεν ξερεις πως ειναι να θεωρησαι τρελος,ψυχοπαθης δολοφονος. Να σε αποφευγουν για κατι που δεν μπορεις να ελεγξεις,ή που δεν ισχυει.

Κανεις δεν ξερει ποσο τρομακτικη ειναι η σχιζοφρενεια.

Και ομως,ολοι ηξεραν να κρινουν. Ολοι.

Εκτος απο την Μισελ,τουλαχιστον για την περιπτωση του Γκαμπριελ.

────────⊹⊱✫⊰⊹────────

Ειχε βραδιασει.

Τωρα κανεις εκτος απο τους δυο εφηβους δεν ηταν στο λιβαδι,και το σκοταδι απλωνοταν σιγα σιγα,σαν ενα πεπλο που τυλιγοταν η Νυχτα καθε βραδυ,για να χαιρετησει τους ανθρωπους.

Ενα αδιαπεραστο πεπλο. Ενα τοσο ομορφο πεπλο.

Το αερακι ειχε δυναμωσει,το κρυο εσφιξε. Η Μισελ ομως,καθισμενη στο γρασιδι,βυθισμενη σε τυχαιες σκεψεις,δεν ηθελε να φυγει ακομα.

"Ειναι ομορφα μεχρι και τη νυχτα εδω,τελικα." Διαπιστωσε,η διαπεραστικη της φωνη αντηχησε στον ανοιχτο ουρανο,τραβοντας την προσοχη του φιλου της.

"Δεν ειναι πιο ομορφα απο τα ματια σου ομως..." Ψιθυρισε το αγορι,δαγκωνοντας το κατω χειλος του.

Ο τελευταιος ψιθυρος τραβηξε την προσοχη του μαυρομαλλου κοριτσιου,που τον κοιταξε ευθεως στα ματια του με τα δικα της,σαν ρουμπινια φωτεινα ματια.

"Τι ειπες Γκαμπε; Δεν ακουσα."

"Τ-Τιποτα!"

"Κατι ειπες. Αφου σε ακουσα."

Ο Γκαμπριελ γελασε νευρικα.

"Μα αφου δεν ειπα τιποτα,ο αερας θα ηταν." Δικαιολογηθηκε. Αν και το ψεματακι του ηταν εμφανες και φαινοταν στα ματια του,η Μισελ δεν προχωρησε παρακατω.

Χαμογελασε ηρεμα και εγειρε το κεφαλι της στον ωμο του Γκαμπριελ,ο οποιος,απο ενστικτο,τυλιξε το χερι του γυρω απο το κεφαλι της.

"Εισαι ζεστος~" Χαζογελασε η Μισελ,που λατρευε τις στιγμες οπου ντροπιαζε τον Γκαμπριελ,καθως κατα τη γνωμη της,ηταν ακομη πιο χαριτωμενος απο ο,τι συνηθως.

"Το ξερω." Απαντησε λακωνικα ο Γκαμπριελ,με λιγη υπερβολικη αυτοπεποιθηση. Ηταν γοητευτικος,και το ηξερε.

Καταλαβαινε ομως τη νυστα της φιλης του,και ας μην το παραδεχοταν η ιδια.

"Παμε να φυγουμε. Νυσταζεις." Ειπε ησυχα,βγαζοντας το χερι του απο το κεφαλι της Μισελ.

Ομως η Μισελ ειχε αλλα σχεδια.

"Μα δεν νυσταααααζω...." Παραπονεθηκε,γραπονοντας τη μπλουζα του Γκαμπριελ και αρνουταν να την αφησει. "Να πας εσυ να κοιμηθεις. Εγω δεν θελω."

"Ρε Μισελ εχει πεσει νυχτα."

"Ε και; Να κοιμηθουμε εδω σημερα!! Ελα βρε Γκαμπεεεεε..."

"Τι λες; Για να μας φανε οι λυκοι; Πρεπει να εισαι αρκετα χαζη." Γκρινιαξε ο Γκαμπριελ,με πιο επιθετικο τονο στη φωνη του,που τρομαξε τη Μισελ.

Δεν ειχε ξανακουσει τοσο αγριο τον Γκαμπριελ,και ας μην ηταν σχεδον τιποτα απο αγριοτητα. Η παραμικρη αγριοτητα απο τον Γκαμπριελ την ταραζε,γιατι δεν τον ειχε ακουσει ποτε ετσι.

"Καλα,μην φωναζεις..." Παραπονεθηκε η Μισελ,απομακρυνοντας το κοκκινο της βλεμμα απο τον Γκαμπριελ.

Με εναν αναστεναγμο,ο Γκαμπριελ σηκωθηκε,αλλα δεν τελειωσε εκει το θεμα.

Εσκυψε και πηρε την Μισελ στα χερια του,αγνοωντας το γεγονος οτι ηταν πιο ψηλη απο εκεινον.
Οπως αναμενομενο,η Μισελ αφησε μια μικρη κραυγη εκπληξης.

"Τι κανεις;!" Φωναξε,το προσωπο της πιο κοκκινο και απο παπαρουνα το καλοκαιρι,οταν οι ακτινες του λαμπερου ηλιου πεφτουν πανω στα φωτεινα πεταλα της.

"Σε παω σπιτι." Απαντησε ο Γκαμπριελ με εναν απαθη,αλλα επιβλητικο ταυτοχρονα τονο,που εδειχνε πως ο Γκαμπριελ δεν ειχε ορεξη για αρνησεις και εξηγησεις.

Ετσι,η φιλη μας εμεινε σιωπηλη,αλλα ακομα ντροπιασμενη,στα χερια του αγοριου με το οποιο ειχε ερωτευτει.

Και ο Γκαμπριελ ξεκινησε τοτε για το σπιτι της Μισελ,αφηνοντας πισω το ομορφο λιβαδι,τα νυχτολουλουδα που ανθισαν και τις νυχτερινες γοητειες.

Δεν ηθελε να δει τιποτα αλλο πια.

────────⊹⊱✫⊰⊹────────

Και μερες περασαν πολλες.

Ο καιρος χαλασε,ο ηλιος δεν εκανε πλεον την εμφανιση του τοσο συχνα,μοναχα τα συννεφα που τον αντικατεστησαν.

Σκοτεινα συννεφα με διαρκεις βροχες,κακοκαιρια και κρυο αρκετο. Εντελως διαφορετικο με τον ηλιολουστο,ζεστο καιρο τις προαλλες.

Δεν την πειραζε την Μισελ ομως. Για εκεινη,ιδιαιτερα τα Σαββατοκυριακα,με το που τελειωνε τα μαθηματα της,ηταν μια ευκαιρια να καθισει ειτε στο παραθυρο ειτε στο κρεβατι της,τυλιγμενη με την χνουδωτη κουβερτα της,που τοσο λατρευε,και με ενα ωραιο φλιτζανι ζεστης σοκολατας,να κοιτα τις σταλες τις βροχης που επεφταν στο παραθυρι της και να τις μετρα.

Καμια φορα,εβλεπε νεραιδες της βροχης απ'εξω,να παιζουν και να κανουν καραγκιοζιλικια αναμεταξυ τους,προκαλωντας τους γελιο σπαρταριστο. Ωστοσο,οταν οι νεραιδες αντιλαμβανονταν τη παρουσια,εστω και της εκουσιας,της Μισελ,τρομαζαν και πετουσαν μακρια,ψαχνοντας ενα μερος για να παιξουν χωρις να τις βλεπουν οι ανθρωποι.

Ηταν ωραιες μερες,ακομη και κλειδωμενη μεσα στο σπιτι,με τους γονεις της να λειπουν,μονη της με τον αδερφο της,που δεν εβγαινε ποτε απο το δωματιο της,και το κουταβακι της,την Μπονι. Οταν η Μπονι δεν κοιμοταν,συχνα καθοταν στην αγκαλια της Μισελ και εβλεπαν μαζι τη βροχη,με την Μισελ να της χαιδευει τα μαλλιαρα της αυτακια,οπου της αρεσε να την χαιδευαν περισσοτερο.

Ετσι,μια μοναχικη Κυριακη του Απριλη,η Μισελ ξαφνιαστικε ιδιαιτερα οταν ειδε ενα ταχυδρομικο περιστερι να της χτυπα το παραθυρο της με το ποδαρακι του,με ενα κομψο γραμμα στο ραμφος του,ζητωντας να μπει μεσα.

Ανοιγωντας βιαστηκα το παραθυρο της,η Μισελ πηρε το δυστυχο ζωντανο μεσα,το οποιο ειχε γινει μουσκεμα απο την βροχη.

"Καημενο περιστερακι!" Ειπε με λυπηση στη φωνη της,φερνοντας αμεσως μια πετσετα για να στεγνωσει το πουλι,που ειχε περασει ολοκληρη καταιγιδα για να της φερει ενα μικρο γραμμα.

Το περιστερι,πιστο στο καθηκον του,επεμεινε να της δωσει το γραμμα και να δει την αντιδραση της,μην τυχον και δεν θελει να απαντησει στο γραμμα.

Ωστοσο η Μισελ πηρε το γραμμα και αμεσως αρχισε να το στεγνωνει,παρα τις αντιρρησεις του πτηνου.

"Οποιος σε αναγκασε να φερεις αυτο το γραμμα,θα παω και θα τον κανω ενα με τον πατωμα!" Ανακηρυξε αποφασιστικα το κοριτσι με τα κατακκοκινα ματια,αρπαζοντας το γραμμα απο το ραμφος του περιστεριου.

Μια ευχαριστη εκπληξη την βρηκε οταν ειδε οτι το γραμμα ηταν απο τον Γκαμπριελ.

"Αυτο σημαινει πως πρεπει να τον κανω κομματακια τωρα." Χασκογελασε με την δικια της ανοησια,καθως ανοιγε το γραμμα για να το διαβασει.

Ενα χαμογελο απλωθηκε στα χειλη της. Ο Γκαμπε ηθελε να ερθει απο το σπιτι της Μισελ,γιατι ηταν μονος του και αυτος στο σπιτι,βαριοταν και ειχε ακουσει κατι που τον τρομαξε στο σπιτι του. Αν και ο τονος του γραμματος ηταν σοβαρος,η Μισελ δεν μπορουσε να κρατησει το γελιο της,καθως ο τελευταιος λογος που ηθελε να ερθει επισκεψη της φαινοταν ανοητος,αλλα και διασκεδαστικος ταυτοχρονα.

"Αφεντρα." Διεκοψε τη σκεψη της το ταχυδρομικο περιστερι,με ανθρωπινη λαλια που ξαφνιασε το νεαρο κοριτσι.
"Θα απαντησεις στο γραμμα; Ή μηπως οχι;"

Η Μισελ χαμογελασε ξανα,ανοιγωντας το παραθυρο της.

"Πηγαινε και μηνησε του αφεντη σου του Γκαμπριελ,να τσακιστει και να ερθει. Τον περιμενω σε μιση ωρα το πολυ,και να μην τολμησει και αργησει." Ειπε με ενα χαρωπο γελιο.

"Ενταξει αφεντρα,οπως μηνησες θα του μηνησω του αγαπητικου σου." Απαντησε το περιστερι,φτερουγιζωντας οσο το δυνατον πιο γρηγορα,για να γλιτωσει τη βροχη και το κηρυγμα του αφεντη,ο οποιος του ειχε διαταξει να μην αργησει,αλλιως θα τον εκανε βραδινο για την οικογενεια του.

────────⊹⊱✫⊰⊹────────

Ουτε δεκα λεπτα δεν περασαν απο τοτε που σταλθηκε το μηνυμα της Μισελ,και ακουστηκε ενας δυνατος χτυπος στην πορτα της.

Δυνατα χτυπηματα,που ακουστηκαν σαν να ηταν πανικοβλητα,γεματα φοβο και αγωνια.

Τρομαξε και η Μισελ,που φορεσε γρηγορα ενα πανωφορι και ετρεξε να προλαβει την πορτα,στην οποια απ'εξω στεκοταν ο Γκαμπριελ,τρεμοντας. Ειτε απο το κρυο ηταν ή απο τον φοβο,δεν μπορουσε να τα ξεχωρισει κανεις αυτα τα δυο.

"Μπες μεσα Γκαμπε. Και εσυ απο ποτε φοβασαι τις καταιγιδες;~" Ρωτησε πειραχτικα η Μισελ,κλεινοντας την πορτα πισω απο τον φιλο της.

Ο Γκαμπριελ της εριξε μια δολοφονικη ματια.

"Δεν φοβαμαι τις καταιγιδες." Ειπε κατσουφιαζωντας,βγαζοντας τη ζακετα του και βαζοντας την σε εναν καλογερο εκει κοντα.

"Και τοτε γιατι ηρθες; Στο γραμμα σου ειπες οτι φοβοσουν."

Ο Γκαμπριελ εμεινε για λιγο σιωπηλος,λες και δεν ηξερε τι ακριβως να πει. Ειχε χασει τα λογια του.

Ριχνοντας το πρασινο του βλεμμα μακρια,ετρεξε στο παραθυρο του σαλονιου,κοιταζοντας επιμονα τα συννεφα εξω με μια εκφραση απολυτου τρομου.

"Ωχ οχι,ωχ οχι." Μονολογησε μεσα του,παιρνοντας βαθιες αναπνοες. "Αργησα;"

"Μα τι λες Γκαμπε; Τα 'χασες εντελως;" Φωναξε η Μισελ,που τον ειχε ακολουθησει στο παραθυρο. Μια ανησυχη εκφραση ηταν ζωγραφισμενη στο προσωπο της. Τι ειχε παθει ο φιλος της; Την τρελανε και μονο η σκεψη πως ειχε αποτρελαθει εντελως.

Ο Γκαμπριελ ετρεξε πισω στη ζακετα του,ψαχνοντας τις τσεπες του σαν τρελος. Γρυλιζε συνεχως κατι στην Ολλανδικη γλωσσα που η Μισελ δεν καταλαβαινε και εβριζε σαν βαρκαρης.

Η Μισελ ειχε αρχιζει να τρομαζει. Ο φιλος της συμπεριφεροταν αλλοκοτα και δεν ειχε ιδεα γιατι,ουτε ηξερε τι μπορουσε να κανει για να τον βοηθησει. Σεναρια τρομου αρχιζαν να γυριζοταν στο μυαλο της: Τι και αν ο Γκαμπριελ διαισθανθηκε κατι που η ιδια δεν θα καταλαβαινε ποτε; Τι και αν τον κυνηγουσε ενας τρελος δολοφονος; Τι και αν απλα,τρελαθηκε εντελως;

Μια φωνη ανακουφισης την εβγαλε απο τις σκεψεις της. Ο Γκαμπριελ βρηκε τελικα αυτο που εψαχνε...ενα φυτο.

"Γιατι εψαχνες ενα φυτο;" Ρωτησε η Μισελ,λιγο ενοχλημενη που οι σκεψεις τις διακοπηκαν ετσι απλα,για ενα κλωναρι φυτου.

"Δεν ειναι απλο φυτο Μισι...." Απαντησε ο Γκαμπριελ,πλησιαζοντας την. "Ειναι αμαρανθος. Και ο αμαρανθος συμβολιζει την αθανασια,την αιωνιοτητα."

"Και εσυ γιατι μου κουβαλησες εδω τον αμαρανθο; Μπας και θα πεθανεις και μου το φερνεις για τελευταιο δωρο;" Αστειευτηκε η Μισελ,με ενα πλατυ,ειρωνικο χαμογελο στα χειλη της.

Η εκφραση στο προσωπο του Γκαμπριελ σοβαρεψε τρομακτικα τοτε. Με το λουλουδι του αμαρανθου στα χερια,ενωσε τα δικα του χερια με τα δικα της,σφιγγοντας τα γερα.

Η Μισελ εμεινε αφωνη.

"Τ-Τι κανεις..." Καταφερε να ψιθυρισει,τα κοκκινα της ματια συναντοντας τα δικα του πρασινα.

"Μισελ." Ειπε σοβαρα ο Γκαμπριελ,με λιγο φοβο να ακουγεται στην ωραια του φωνη.

"Πρεπει να ορκιστεις. Πρεπει να ορκιστεις για να σωθεις."

"Τ-Τι λες;!"

"Οπου να 'ναι θα πεσουν αστραπες. Ορκισου οτι δεν θα με αφησεις να ειμαι ξυπνιος οταν θα πεσει ο κεραυνος. Ορκισου μου οτι θα μου κλεισεις τα ματια,το στομα,θα με αποτρεψεις απο το να κουνηθω. Απλα πες το."

"Μα γιατι;" Ρωτησε ξανα η Μισελ,με δακρυα στα ματια της.

"Το κανω για να σε σωσω. Ορκισου μου! Ορκισου στον αμαρανθο. Ετσι ο ορκος δεν θα σπασει ποτε,στο λουλουδι της αθανασιας. Και εγω με τη σειρα μου,θα ορκιστω πως θα σε προστατευω για παντα. Ας κανουμε αυτον τον ορκο,σε παρακαλω." Απαντησε ο Γκαμπριελ,μια πρωτακουστη απογνωση στην ηρεμη συνηθως φωνη του.

Η Μισελ ενιωσε πως δεν ειχε επιλογη. Τα ματια του Γκαμπριελ ηταν ορθανοιχτα,τρομαγμενα,εψαχναν τα δικα της για ενα μερος παρηγοριας. Το χερι του ετρεμε,μπορουσε ηδη να διακρινει τα απεγνωσμενα δακρυα στα ματια του,που απειλουσαν να ξεφυγουν.

Το κοριτσι αναστεναξε βαρια.

"Ορκιζομαι,στον αμαρανθο που κραταω γερα στα χερια μου,στην ενσαρκωση της αθανασιας και της αιωνιοτητας,οτι οι κεραυνοι που επροκειτο να πεσουν τωρα και στο μελλον,δεν θα αποτελουν κινδυνο για τον φιλο μου,της καρδιας. Θα τον κρατησω...."

Μα πριν προλαβει να τελειωσει τον ορκο της,μια εκτυφλωτικη λαμψη απο εξω τους αναγκασε να κλεισουν τα ματια,και ενα δυνατο μπουμπουνητο ακουστηκε.

Στο προσωπο του Γκαμπριελ ηταν ζωγραφισμενος ο απολυτος τρομος.

"Οχι οχι οχι...." Μουρμουρισε,με τον τονο της φωνης του να ανεβαινει με καθε οχι που επαναλαμβανε. "Αποτυχαμε!" Ουρλιαξε,με απελπισια να πνιγει τον λαιμο του,δακρυα ετρεχαν στα μαγουλα του,καθως αρχισε να τσιριζει σαν μανιακος.

Η Μισελ εμεινε εκει,να κρατα τον αμαρανθο,παρακολουθοντας τον καλυτερο της φιλο να καταρεει μπροστα της. Η ιδια δεν μπορουσε να κουνηθει. Το βλεμμα της εμεινε εκει,να βλεπει τον Γκαμπριελ σε τετοια κατασταση,με εκεινη να μην ειχε την δυναμη να τον βοηθησει.

Ο αμαρανθος στον οποιον δεν προλαβαν να ορκιστουν....

Τα πεταλα του αρχισαν να σκορπιζουν.

────────⊹⊱✫⊰⊹────────  

Chasing The HeavensWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu