P.O.V. Γιώργος
Την άλλη μέρα ξύπνησα πολύ νωρίς γιατί οι σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό μου και με κρατούσαν ξύπνιο. Και τώρα στεκόμουν αναποφάσιστος μπροστά στην πόρτα που οδηγούσε στο παλιό μου διαμέρισμα και ανεβοκατέβαζα τα μανίκια την μπλούζας μου ανήσυχα. Ήταν περίεργο συναίσθημα να φοβάσαι να αντικρίσης την κολλητή σου αλλά οι τύψεις μου με τρέλεναν και χτύπησα την πόρτα, πολύ ώρα δεν γινόταν τίποτα μέχρι που άκουσα σιγανά βήματα απο μέσα και η πόρτα άνοιξε. Χλωμά ανέκφραστα καστανά μάτια με κοίταζαν επίμονα και έβλεπα τι γινόταν μέσα στην κοπέλα που στεκόταν μπροστά μου, φορούσε ένα μαύρο παντελόνι, μαύρο φούτερ και απο πάνω μια δερμάτινη μαύρη ζακέτα, δεν ταίριαζε στην Αφροδίτη να ντύνεται τόσο σκούρα και απλά έτσι ντυνόταν μόνο όταν δεν ένιωθε καλά. Τα καστανά της μαλλιά δεν ήταν όπως πάντα χτενισμένα και ισιομένα που της πήγεναν τόσο πολύ αλλά ήταν αχτένιστα και γεμάτα μπούκλες το αριστερό της χέρι καρφώθηκε στην πόρτα. Κατάπια και έφτιαξα το μαλλί μου, η Αφροδίτη έμοιαζε τόσο εύθραυστη που φοβήθηκα και ταυτόχρονα έμοιαζε ποιο δυνατή απ'οτι συνήθως "τι θες?" Η φωνή της πέρασε κάτω απο το δέρμα μου και παρόλο που ήταν κρύα και μονότονη η καρδιά μου αναπήδηξε, πόσο μου έλειψε αυτή η φωνή.