Κεφάλαιο 2ο

190 19 0
                                    

- Σέλα!!

"Που έχει εξαφανιστεί αυτό το παιδί πάλι, τόσα χρόνια και ακόμα να καταλάβει ότι με ανησυχεί όταν εξαφανίζεται"

- Σελααααά!!!

- Εδώ είμαι μπαμπά τι έπαθες και είσαι όλο κόκκινος;

- Τι να πάθω παιδί μου, με τρελαίνει όταν εξαφανίζεσαι μες στα καλά καθούμενα. Είσαι ότι πολύτιμο μου έχει απομείνει και φοβάμαι ότι μπορεί να πάθεις κάτι και να σε χάσω και εσένα.

- Συγγνώμη μπαμπά αλλά με ξέρεις δεν μπορώ να μένω σε ένα μέρος για πολλή ώρα, ούτως ή αλλιώς δεν είμαι πια μικρό παιδί σε λίγο καιρό θα πατήσω τα 100 μου.

"Εκατό χρόνια, πέρασε τόσος καιρός, δεν μπορώ να πω μου έχει λείψει η πόλη, τα παιδιά να τρέχουν δεξιά και αριστερά, ο αδελφός μου να... Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ;;"

- Γεια σου αδελφέ μου.

- Μιχαήλ; Τι κάνεις εσύ εδώ;;

- Ο πατέρας με έστειλε να σε γυρίσω πίσω.

- Δεν πρόκειται να γυρίσω αδελφέ μου και το ξέρεις αυτό, την τελευταία φορά που ήμουν σπίτι έχασα την γυναίκα μου, δεν μπορώ να γυρίσω σε αυτές της ανάμνησης που έκανα τόσα χρόνια να ξεχάσω.

- Για αυτήν ήρθα. Ο πατέρας πεθαίνει δεν μπορεί άλλο, η χάρη του σβήνει και μας θέλει όλους μαζί ενωμένους και ως αντάλλαγμα θα χρησιμοποιήσει την χάρη του για να μας δώσει ότι ποθούμε.

"Αυτό σημαίνει την πολυαγαπημένη μου Εα"

- Δεν ξέρω αδελφέ μου ο πατέρας νοιάζεται μόνο για την πόλη του και τον εαυτό του.

- Ναι αλλά τώρα πεθαίνει και θέλει να μας ευχαριστήσει για ότι έχουμε κάνει.

- Αν όντως το θέλει, καλώς, θα έρθω μαζί σου. Σέλα ετοίμασε τα πράγματα μας θα πάμε μέχρι την πόλη.

- Αλήθεια! Τέλεια!

Πάντα ήθελε να πάει να δει την πόλη που κάποτε είχε σώσει ασχέτως φυσικά που του αρέσουν και πάρα πολύ τα ταξίδια αλλά ποτέ ο Εωσφόρος δεν τον άφηνε να φύγει πολύ μακριά από την κοιλάδα που ζούσανε εδώ και χρόνια. Το ταξίδι κράτησε σχεδόν 3 μέρες με τα πόδια, ο Εωσφόρος δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο, είχει κουραστεί, υποτίθεται ότι έπρεπε να είχε ήδη πεθάνει, ο Σέλας απο την άλλη όμως έτρεχε συνέχεια μες στην τρελή χαρά, τον είχε παρατηρήσει που μια μέρα δεν είχε κοιμηθεί κιόλας από την χαρά του. Το ταξίδι τελείωσε και καθώς ανεβαίνανε το βουνό που διαχώριζε την κοιλάδα από την πόλη άκουσαν να φωνάζει ο Σέλας με χαρά.

- Μπαμπά! Φτάσαμε! Ουαου είναι πολύ ωραία! Δεν θα σου ξαναμιλήσω για την υπόλοιπη μέρα και το ξέρεις αυτό γιατί δεν με άφησες ποτέ να έρθω μέχρι εδώ.

-Χαχαχα! Είχα καιρό να γελάσω έτσι αδελφέ μου, δεν μπορείς να πεις, το θράσος και το χιούμορ το πήρε από εσένα

- Το ξέρω πήρε το χαρακτήρα μου αλλά την καλοσύνη και την όψη της μητέρας του.

- Όχι όμως τα φτερά σας, και εσύ και η Εα έχεται άσπρα φτερά, γιατί ο Σέλας έχει μαύρα;

- Τα φτερά του ήταν χρυσά όπως και τα μαλλιά του αλλά μέσα σε 1 λεπτό άρχισαν να μαυρίζουν, και εγώ την ίδια απορία έχω τόσα χρόνια. Γιατί;

Καθώς ο Εωσφόρος χαμήλωνε το πρόσωπο του ο Μιχαήλ είδε ένα δάκρυ να κυλάει από τα μάτια του.

- Ακόμα την αγαπάς βλέπω.

- Όταν έφυγα ήλπιζα ότι με τον καιρό θα την ξεχάσω αλλά δεν το κατάφερα ποτέ πάντα ο Σέλας μου την θύμιζε.

Κατέβασαν τα κεφάλια τους και προχώρησαν προς την πόλη. Όταν πέρασαν την μεγάλη πύλη άρχισαν να ακούγονται οι ωραίες φωνές τον παιδιών που έπαιζαν στην μεγάλη πλατεία που στο κέντρο της είχε μια μεγάλη Μηλιά με ολοκόκκινα μήλα να βγαίνουν από κάθε κλαδί και της μυρωδιές που έβγαιναν από τα σπίτια,

"Αχ πόσο τα έχω πεθυμήσει όλα αυτά."

- Μην μου πεις ότι δεν τα έχεις πεθυμήσει όλα αυτά αδελφέ μου;

- Πάντα ήθελα να γυρίσω πίσω αλλά φοβόμουν...

Μα τον θεό είναι ο Αρχάγγελος. Γύρισε ο Αρχάγγελος!

Άκουσαν να φωνάζουν τριγύρω τους καθώς έμπαιναν στο παλάτι. Ανεβήκανε την ατέλειωτη σκάλα μέχρι να φτάσουνε στο δωμάτιο του πατέρα τους, όντως πέθαινε, το δέρμα του είχε σχεδόν φύγει και φαίνονταν πολύ έντονα τα κόκαλα του καθός και τα φτερά του είχαν μαυρίσει και έπεφταν . Θλίψη μεγάλωσε μέσα στην ψυχή του Εωσφόρου, ποτέ δεν συμπαθούσε τον πατέρα του αλλά τώρα μετανόησε για όλα όσα πίστευε για αυτόν.

- Πλησιάστε παιδιά μου, ξέρετε ότι πεθαίνω, θέλω να σας κάνω ένα τελευταίο δώρο αλλά δεν έχω αρκετή δύναμη να σας βοηθήσω και τους δυο...

- Τι εννοείς πατέρα ;;

Είπε ο Εωσφόρος με έναν τόνο περιέργειας.

- Εννοώ ότι πρέπει να δω ποιος από τους δυο σας θέλει πιο πολύ την χάρη μου. Θέλω να φτιάξετε δύο στρατιές και να πολεμήσετε μεταξύ σας. Οποίος νικήσει θα την πάρει...

- Το ήξερα ότι δεν άλλαξες καθόλου, μια ζωή ο ίδιος είσαι αλλά δεν θα σου κάνω την χάρη αυτή την φορά, θα παλέψω μόνο και μόνο για να φέρω την αγαπημένη μου πίσω, όχι για εσένα.

Τα δύο αδέλφια μάζεψαν όλους τους Αγγέλους και τους έδωσαν την επιλογή να διαλέξουν στρατόπεδα.

Στρατόπεδο Εωσφόρου και στρατόπεδο Μιχαήλ.

Κάπος έτσι ξεκίνησε η μάχη του παραδείσου...!

Η Άνοδος Και Η Πτώση Του Γαλαξία: Σέλας Η άνοδος Της Σελήνης "Μέρος 1ο"Donde viven las historias. Descúbrelo ahora