Και σε κοιτάζω.
Και περιμένω λεπτά, ώρες.
Περιμένω, ακούς;;
Μιλά, διάολε! Πες μου κάτι.
Περιμένω!
Ανάθεμα, πες τι νιώθεις! Πες μου, δειλέ!
Βγες από την αφάνεια σου και πες μου τί γίνεται μέσα σου.
Μιλά, διάολε, και θα ακούσω.
Και αναλόγως θα πράξω. Κι αν δεν μου αρέσει ότι ακούσω, θα το δεχτώ, να πάρει!
Το ξέρεις πως θα το κάνω...
Μα σκέψου να μου αρέσει... σκέψου το μετά.Μην μένεις στο "αν" και στο "ίσως", μωρό μου.
Κι αν όλα πάνε στραβά, κι αν τα καταστρέψουμε όλα... θα τα ξαναχτίσουμε. Όπως κάναμε πάντα. Γιατί έτσι είμαστε εμείς. Αλλά δεν μας αφήνεις να βγούμε στην επιφάνεια. Μας κόβεις την ανάσα. Τα πνευμόνια μας ξεμένουν από αέρα. Το μυαλό δεν οξυγονώνεται. Κάνει τρέλες. Σκέφτεται τρέλες. Σκέφτεται εικόνες. Εικόνες που θα μπορούσαν να είναι αναμνήσεις από την χθεσινή μέρα μας. Όμως τις κλειδώνεις σε ενα κουτί και τις πετάς. Κάπου μακριά. Να μη σε φτάνουν, ούτε καν να σε κοιτούν. Φοβάσαι; Γι' αυτό τις κρύβεις;
Και τί φοβάσαι πια;Εμένα;
Δύσκολο... με ξέρεις, ξέρεις πως σκέφτομαι, πώς λειτουργώ και το εκμεταλλεύεσαι. Στο έπακρο. Το ξέρω. Και σε αφήνω. Γιατί το θέλω.Τον κόσμο;
Έχεις δείξει ότι δεν σε ενδιαφέρει τι θα πει ο καθένας. Όλοι κάτι μουρμουρίζουν και τελικά δε λένε τίποτα...Πες λοιπόν... τί φοβάσαι;
Εσένα;
Είμαι σίγουρη πλέον. Εσένα, τον ίδιο σου τον εαυτό φοβάσαι.
Σε τρομοκρατεί η σκιά σου. Και δεν με αφήνεις να ανοίξω τις κουρτίνες. Δε με αφήνεις να ρίξω λίγο φως στο σκοτάδι, όσο κι αν ορκίζομαι ότι μπορώ να σε κάνω να νιώσεις ασφάλεια. Δε με αφήνεις να ανοίξω την τζαμαρία για να βγούμε στο φως.
Κι εγώ δεν είμαι διατεθειμένη να καθίσω στο σκοτάδι μαζί σου... όχι πια.