Το ξεχασμένο άνθος

1.3K 98 20
                                    


Ένιωσα τις ζεστές ακτίνες του ήλιου να αγγίζουν το δέρμα μου. Η σημερινή μέρα ήταν πολύ σημαντική για εμένα. Θα γινόμουν δεκαοκτώ χρονών και θα έφευγα για να σπουδάσω στην πρωτεύουσα. Αγαπώ πολύ το χωριό μου, όμως εδώ δεν υπάρχει μέλλον για εμένα. Το Άνθος είναι μια πανέμορφη τοποθεσία αλλά είναι ξεχασμένη από τους ανθρώπους. Οι κάτοικοι χρησιμοποιούν το ανταλλακτικό εμπόριο ως μέσο πληρωμής και τα προξενιά εφαρμόζονται ακόμη. Δεν θα ήθελα όμως να γίνω μια από τις πολλές κοπέλες που υπάρχουν εδώ και χάλασαν τη ζωή τους με αποτυχημένους έρωτες. Το όνειρο μου είναι να γίνω γιατρός και να βοηθήσω όσο περισσότερο κόσμο μπορώ. Αυτό είναι που θέλω πραγματικά να κάνω και είμαι αποφασισμένη να διεκδικήσω τα δικαιώματα μου.

Βγήκα από το μικρό δωμάτιο που μοιράζομαι με τη μητέρα μου και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα μας. "Καλημέρα μητέρα" της έδωσα ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο και άρχισα να τη βοηθάω με τις δουλειές του σπιτιού. "Χρόνια σου πολλά Αυγή μου, με έναν καλό γαμπρό" μου ευχήθηκε χαρούμενη και τότε ένιωσα άσχημα. "Σε ευχαριστώ πολύ. Όμως ξέρεις πολύ καλά ότι δεν είναι αυτό που επιδιώκω" χαμήλωσα το βλέμμα μου και περίμενα την απάντηση της. "Τι εννοείς; Ήδη έχω βρει μερικούς υπέροχους ανθρώπους που θα έδιναν τη ζωή τους για να είναι μαζί σου και εσύ σκέφτεσαι ακόμα την πρωτεύουσα; Δεν πρόκειται να σε αφήσω να κυκλοφορείς μόνη σου και να μας κάνεις ρεζίλι! Πάρε το απόφαση πια ότι θα μείνεις στο Άνθος!" φώναξε στο πρόσωπο μου και έκλεισε την πόρτα φεύγοντας.

Τα δάκρυα μου άρχισαν να κάνουν ένα μικρό ρυάκι πάνω στο παλιό ξύλινο τραπέζι. Δεν θέλω να παντρευτώ κάποιον που δεν αγαπώ! Δεν θα το κάνω ποτέ, προτιμώ να πεθάνω παρά να γίνει αυτό που θέλει η μητέρα μου! Μακάρι να ήταν εδώ ο πατέρας.

Βγήκα έξω και πήγα μέχρι το απέναντι σπίτι για να πάρω λίγο καφέ. "Καλημέρα σας. Σας έφερα φρέσκο βούτυρο, μπορώ να πάρω λίγο καφέ;" χαιρέτησα τη γειτόνισσα μου όταν εκείνη μου χαμογέλασε πλατιά. "Φυσικά κορίτσι μου, ορίστε και χρόνια σου πολλά" πήρα το τυλιγμένο χαρτί που είχε μέσα τους κόκκους και προχώρησα προς την πλατεία. Τα κορίτσια είχαν κάτσει δίπλα στο βρυσάκι και κουτσομπόλευαν το χωριό όπως κάνουν καθημερινά. "Χρόνια σου πολλά Αυγή! Έλα να ακούσεις, μάθαμε κάτι τρομερό!" με πήρε η Μαριώ από το χέρι και έκατσα μαζί τους. "Άκουσα τον πατέρα μου να λέει πως ήρθε ένας καινούργιος κάτοικος στο χωριό. Του είπε πως είναι ο εγγονός του κυρ Γρηγόρη και πως θα μείνει στο σπίτι του. Και από ο,τι κατάλαβα είναι σε ηλικία γάμου!" είπε χαρούμενη και τα κορίτσια άρχισαν να γελούν μαζί της. "Μα, ο κυρ Γρηγόρης δεν είχε οικογένεια, σωστά;" απόρησα με το νέο της αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της με ένα βλέμμα άγνοιας. "Πρέπει να είναι ο εγγονός του αδερφού του από την Πρωτεύουσα! Αυτό σημαίνει πως ξέρει τα πάντα για την Αθήνα! Δεν είναι υπέροχο; Αν τον γνωρίσω θα τον ρωτήσω πως ντύνονται οι γυναίκες εκεί" ονειροπόλησε όσο το σκεφτόμουν. Σπάνια κάποιος μετακομίζει εδώ. Είμαστε ξεχασμένοι απο τον υπόλοιπο κόσμο, για ποιο λόγο θέλει ένας νεαρός άντρας να εγκατασταθεί στο Άνθος;

Το ξεχασμένο άνθοςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang