Κεφάλαιο 3

107 17 0
                                    

Τη νύχτα εκείνη ήμουν πολύ κουρασμένος για να σκεφτώ τον κύριο Κ. Το επόμενο πρωί όμως κατεβαίνοντας στην πλατεία για να πάρω πρωινό επέστρεψε στο μυαλό μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς με είδε το βράδυ. Σχεδόν είχε φύγει από το οπτικό μου πεδίο και γύρισε με...την πλάτη. Ναι ήταν σίγουρα με την πλάτη. Επομένως είτε με είχε δει νωρίτερα, είτε με κάποιον τρόπο με διαισθάνθηκε; Σύνελθε, δεν είμαστε σε ταινία τρόμου. 

Ο ήλιος εκείνου του πρωινού έβγαλε τις σκέψεις αυτές από το μυαλό μου. Άλλωστε το απόγευμα είχαμε συνάντηση στο παγκάκι του, δίπλα στον γκρεμό. Θα μου έλεγε την ιστορία του και ποιος ξέρει, ίσως μάθαινα κάτι όμορφο, ή κάτι τελοσπάντων που θα μπορούσα να φέρω σαν ανάμνηση μελλοντικά όταν σκεφτόμουν αυτό το ταξίδι μου. 

Πήρα τηλέφωνο στη δουλειά μου και ενημέρωσα για την πρόδο της εργασίας μου. Με λίγα λόγια είπα ψέμματα ότι δούλευα και εκείνοι ευχάριστα και ίσως με μια δόση ζήλειας, μην πιστεύοντας λέξη από όσα άκουγαν μου είπαν ότι όλα είναι εντάξει. Αναρωτήθηκα για μια στιγμή τι θα γινόταν αν δεν επικοινωνούσα ποτέ μαζί τους. Θα με έπαιρναν ποτέ τηλέφωνο ή θα έμενα για πάντα στο χωριό με έναν μισθό που θα ερχόταν για να μην κάνω τίποτα; Ο πειρασμός μεγάλος, όμως είχα αποφασίσει να παίρνω τηλέφωνο κάθε πρωί. 

Η υπόλοιπη μέρα πέρασε το ίδιο υποκριτικά. Πήγα στο σημείο όπου θα γινόταν το πολιτιστικό κέντρο και μίλησα με κάποιους από το δημοτικό συμβούλιο. Ακόμα ένας κάφε μπήκε στον οργανισμό μου. Η μόνη ειλικρινή στιγμή ήταν κατά τη μεσημεριανή μου σιέστα, όπου άρχισα να διαβάζω το βιβλίο που αγόρασα. Δεν μπορούσα να κοιμήθω. Ήμουν ειλικρινά ξεκούραστος και με δύο ποτήρια καφέ ήδη. Έτσι βγήκα στο μπαλκονάκι του δωματίου και έκατσα να απολάυσω τον ήλιο και το βιβλίο μου. Είχε απόλυτη ησυχία και μόνο ο αέρας στα πλατάνια ακουγόταν. Αν συγκεντρωνόσουν αρκετά μπορούσες να ακούσεις μέχρι και το ποτάμι. Το χωριό το μεσημέρι σου έδινε την εντύπωση πως ήταν άδειο.

Σιγά σιγά, γύρω στις πέντε, άρχισαν οι πρώτοι άνθρωποι να έρχονται προς το καφενείο για καφέ και τα παιδιά άρχισαν να γεμίζουν την παιδική χαρά δίπλα στην πετρόχτιστη εκκλησία του χωριού. Έκλεισα το βιβλίο μου, τελειώνοντας πρώτα το κεφάλαιο. Μπήκα στο δωμάτιο, άλλαξα και κατέβηκα κι εγώ στην πλατεία. Μόλις έβλεπα τον κύριο Κ θα πήγαινα μαζί του. Ίσως και να μου έλεγε στον δρόμο την ιστορία του κι έτσι μέχρι να φτάσουμε στο παγκάκι να βρω μια καλή δικαιολογία και να φύγω. 

Βγαίνοντας από την πόρτα του ξενώνα βρήκα τον κύριο Κ εκεί να με περιμένει.

«Ελπίζω να μην έχεις αντίρρηση να πάμε μαζί μέχρι το παγκάκι;»

Είχα αρχίσει να τρομάζω με αυτόν τον άνθρωπο. 

«Ας πάμε.».

Το παγκάκι στην άκρη του γκρεμού. (Ιστορία μικρού μήκους)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora