Κεφάλαιο 9

91 16 0
                                    

Το λεωφορείο τον άφησε στην είσοδο του χωριού. Δεν ήταν το δρομολόγιο που περνούσε μέσα από τα χωριά, αλλά άφηνε τους ταξιδιώτες στον κεντρικό δρόμο. Το παγκάκι δίπλα στον γκρεμό ήταν εκεί σαν να τον περίμενε. Ήταν ξημέρωμα. Πήγε έκατσε εκεί αμίλητος. Σχεδόν αντέγραψε τις κινήσεις του κυρίου Κ. Κοίταξε προς το πολιτιστικό κέντρο. Ένα όμορφο πετρόχτιστο κτίριο απλωνόταν εκεί που πέρυσι ήταν μόνο μια αλάνα. Από το ίδιο σημείο είχε οραματιστεί το κτίριο και την ίδια μέρα είχε μιλήσει πρώτη φορά με τον κύριο Κ. 

Προσπάθησε να μυρίσει γύρω του πορτοκαλιές, μα δεν τα κατάφερε. Και η πρωινή πάχνη που ήταν εκεί μόνο επικίνδυνη δεν ήταν. Έμεινε βουβός αναλογιζόμενος τα όσα είχε περάσει εκεί. Μετά από λίγο σηκώθηκε και πήρε τα πράγματά του για να περπατήσει το ένα χιλιόμετρο που τον χώριζε από την κεντρική πλατεία και το δωμάτιο του στον ξενώνα. 

Μόλις έφτασε πολλά γνωστά πρόσωπα ήταν εκεί. Την ώρα που τους χαιρετούσε, σκέφτηκε φευγαλέα πως επί ενάμιση χρόνο που εκείνος ήταν στην Αθήνα και δούλευε, αυτοί οι άνθρωποι έκαναν σχεδόν κάθε μέρα το ίδιο. Ήταν στην πλατεία για καφέ, μπίρα ή τσίπουρο και μεζεδάκια. Έμοιαζε με πειρασμό, αλλά από την άλλη φαινόταν και μονότονο. Ανέβηκε στο δωμάτιο και άφησε τα πράγματά του και αμέσως ξανακατέβηκε κάτω. 

Η ζωή φαινόταν να προχωράει κανονικά και χωρίς τον κύριο Κ. Όταν ρώτησε αν είχαν ποτέ κανένα στοιχείο ή κάτι που να μην έμαθα από τις ειδήσεις, κατέβασαν το κεφάλι. 

«Έχει ανοίξει η γη και τον έχει καταπιεί», είπε ένας παππούς και από τη μία δεν είχε άδικο. Από την άλλη, όχι η γη, μα η ομίχλη! 

Μίλησε αρκετή ώρα και ο πρόεδρος της κοινότητας ήρθε και τον βρήκε. Του πρότεινε κάτι στο οποίο δεν μπορούσε να αρνηθεί. Να δει πριν τα εγκαίνια το κτίριο. Σχεδόν πετάχτηκε από την καρέκλα του για να τον ακολουθήσει. Είχε σχεδιάσει κάθε γωνία του, μα και πάλι το να το βλέπεις ήταν κάτι διαφορετικό. Και ένας συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο, μα όταν το πρωτοβλέπει τυπωμένο αισθάνεται διαφορετικά. 

Περπάτησαν και σε λίγα λεπτά ήταν εκεί. Το κτίριο καθαρό και έτοιμο για την απογευματινή γιορτή. Περπάτησαν στο προαύλιο. Εκεί στη μέση μία τεράστια βελανιδιά δέσποζε και κάλυπτε σχεδόν όλον τον χώρο. Τριγύρω άλλα φυτά και λουλούδια συμπλήρωναν το τοπίο και τις πέτρινες πλάκες. Στην γωνία μια μικρή καντίνα με τραπεζάκια για καφέ έδιναν στον χώρο μια ξεχωριστή νότα.

 Μπήκαν μέσα. Ξεκίνησαν από τον πάνω όροφο, όπου υπήρχαν τα δωμάτια του καινούριου ξενώνα. Όλα ήταν τέλεια. ΓΙα δωμάτια σε ένα χωριό της Ηπείρου, οι άνθρωποι που θα έμεναν θα ένιωθαν βασιλιάδες. Κατέβηκαν στο ισόγειο, όπου υπήρχε η αίθουσα εκδηλώσεων καθώς και το μικρό μουσείο. Γύρω σε όλους τους χώρους και τους διαδρόμους υπήρχε φωτισμός στους τοίχους όπου μεγάλες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το αρχείο της κάθε οικογένειας στόλιζε το μέρος με την ιστορία του.  

Στο τέλος μπήκαν στο μουσείο. Εκεί υπήρχαν τα πάντα. Από παρδοσιακές φορεσιές, μουσικά όργανα και οικογενειακά κειμήλια, μέχρι επιστολές και κάθε λογής αντικείμενο από επαγγέλματα που είχαν σβήσει. Είχε κατaφέρει να χωρέσει και μια μεγάλη προθήκη με βιβλία κάθε εποχής, καθώς και μια ξεχωριστή γωνία που υπήρχαν βιβλία που είχαν γράψει άνθρωποι που άνηκαν στην αδελφότητα. Ήταν ένα πραγματικό στολίδι και ένιωσε πως η συγκεκριμένη δουλειά του ήταν με διαφορά ό,τι καλύτερο είχε κάνει.

«Μια τελευταία ερώτηση».

«Σε ακούω.», είπε χαμογελώντας ο πρόεδρος.

«Καταφέρατε να φτιάξετε και στο υπόγειο αυτό που σας έστειλα συμπληρωματικά;»

«Μιλάς για την δεξαμενή; Ακολούθησε με!»

Μια σκάλα τους οδήγησε στο υπόγειο. Εκεί θα έβλεπε ίσως το πιο σημαντικό κομμάτι του χώρου.

Το παγκάκι στην άκρη του γκρεμού. (Ιστορία μικρού μήκους)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora