«Αν κρυώνεις γιατί δεν μου το λες;» μουρμούρισε εκνευρισμένα ο Ανδρέας.
Ο αέρας στο μπαλκόνι ήταν ψυχρός, μαρτυρούσε το φθινόπωρο που θα ερχόταν σε λίγες μέρες. Το πρωί ήταν καλύτερα, καλοκαιρινά ακόμη. Αλλά με το που ο ήλιος έδυε πίσω από τα βουνά, η ατμόσφαιρα ψύχραινε επικίνδυνα. Ο Οδυσσέας δεν είχε πάρει μαζί του ζακέτα, δεν υπολόγιζε να περάσει το βράδυ στου Ανδρέα. Πόσο μάλλον όταν θα κάθονταν βραδιάτικα στο μπαλκόνι - ειδικά από τη στιγμή που οι γονείς του έλειπαν από το σπίτι.
Ο Ανδρέας σηκώθηκε όρθιος, έβγαλε τη ζακέτα του και την έριξε στους ώμους του άλλου αγοριού. Ύστερα κάθισε ξανά στα λευκά πλακάκια, αντικριστά από τον Οδυσσέα ώστε τα γόνατα τους να αγγίζουν. Έφερε το χέρι του στην πίσω τσέπη του παντελονιού και έβγαλε ένα χαρτονένιο πακέτο. Το χτύπησε στα δάχτυλα του και ύστερα το άνοιξε. Από μέσα έβγαλε ένα τσιγάρο.
Τα μάτια του Οδυσσέα άνοιξαν διάπλατα.
«Που τα βρήκες;» τον ρώτησε.
«Που να τα βρω; Τα αγόρασα». Από την άλλη τσέπη, έβγαλε έναν αναπτήρα.
«Είσαι σοβαρός τώρα;» τον ρώτησε ο Οδυσσέας καθώς τον παρακολουθούσε να φέρνει το τσιγάρο στα χείλη, να το ανάβει. «Είσαι 13».
Ο Ανδρέας πήρε μια βαθιά ρουφηξιά και ύστερα εξέπνευσε τον καπνό, κρατώντας το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα.
«Αυτή είναι η πέμπτη μου φορά», του είπε. «Αλλά δεν τα έφερα για μένα». Έτεινε το τσιγάρο προς το μέρος του Οδυσσέα. «Πάρτο».
«Δεν το θέλω», του απάντησε, κουνώντας το κεφάλι του. Τα μάτια του είχαν κολλήσει στον καπνό που παντρευόταν με το μαύρο της νύχτας.
«Πάρτο», επανέλαβε, κουνώντας το ελάχιστα.
Ο Οδυσσέας κούνησε ξανά αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν το θέλω», επανέλαβε επίσης.
«Μην είσαι δειλός», του έκανε το αγόρι και ανασηκώθηκε στη θέση του, προσπαθώντας να σπρώξει το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του άλλου αγοριού. Ο Οδυσσέας έπιασε τον καρπό του, αλλά δεν τον έσπρωξε. Δεν θα μπορούσε να τον χτυπήσει.
«Δεν το θέλω», του επανέλαβε δυνατά. «Δεν το θέλω. Δεν το θέλω».
«Δεν με νοιάζει αν το θέλεις», του φώναξε τώρα ο Ανδρέας. Το τσιγάρο έπεσε από τα δάχτυλα του και κατρακύλησε στα πλακάκια. «Μην είσαι δειλός μόνο. Μην είσαι δειλός. Νομίζεις ότι δεν ξέρω αλλά ξέρω. Ξέρω!»
Έκανε μια απότομη κίνηση προς τα μπροστά, αρπάζοντας τον καρπό του Οδυσσέα και τον έριξε με την πλάτη στο πάτωμα. Η ζακέτα που του είχε δανείσει δεν άφησε το δέρμα του να ακουμπήσει το παγωμένο πλακάκι. Ο Ανδρέας βρισκόταν από πάνω του τώρα, κρατώντας τον κάτω και ο Οδυσσέας προσπάθησε να τον μετακινήσει, κουνώντας μανιωδώς τα άκρα του. Αλλά το αγόρι τον κράτησε κάτω και τον κράτησε εκεί και ύστερα άφησε τον έναν του καρπό για να σηκώσει τη μπλούζα του.
Υπήρχε μια τεράστια μελανιά στην κοιλιά του.
Τις επόμενες στιγμές τις απορρόφησε η σιωπή.
«Ξέρω τι σου κάνουν εκείνα τα αγόρια», ψιθύρισε ο Ανδρέας από πάνω του. «Που σε περιμένουν μετά το μάθημα. Ξέρω τι κάνουν».
Ο Οδυσσέας γύρισε το πρόσωπο του προς την άλλη. Έμεινε να κοιτάει τα κάγκελα του μπαλκονιού.
«Από πότε συμβαίνει αυτό;» τον ρώτησε ο Ανδρέας. «Το σχολείο άρχισε την προηγούμενη βδομάδα, δεν μπορεί να είναι μόνο φέτος».
«Από πέρσι το Πάσχα», μουρμούρισε ο Οδυσσέας. Η παλάμη γύρω από τον καρπό του ξετυλίχτηκε διστακτικά.
«Γιατί δεν μου το είπες;» τον ρώτησε ο Ανδρέας. «Θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι».
«Συγνώμη», του ψιθύρισε τελικά.
Από κάπου μακριά ακούστηκε η σειρήνα ενός περιπολικού. Ο Οδυσσέας χαμογέλασε λυπημένα. Ο Ανδρέας δεν μπορούσε να ξέρει πως και ο ίδιος ήταν μέρος του λόγου για τον οποίο εκείνα τα αγόρια του φερόντουσαν κατά αυτόν τον τρόπο. Δεν έπρεπε να μάθει.
YOU ARE READING
στον μικρό μας κόσμο, με θέα τη θάλασσα
Short Storyη ιστορία δύο αγοριών σε πέντε στιγμιότυπα σε ένα μπαλκόνι