«Κύριε 19.400», γέλασε ο Ανδρέας ρίχνοντας ένα χέρι γύρω από τους ώμους του. Τα μάτια του άστραφταν γαλάζια. «Θα έλεγα ποιος να το φανταζόταν αλλά η αλήθεια είναι όλοι το περιμέναμε».
Ο Οδυσσέας γέλασε επίσης. Κρατούσε ένα πλαστικό ποτήρι παγωμένου καφέ. Δεν είχε κοιμηθεί πολύ το βράδυ, με τα αποτελέσματα των πανελληνίων να στέκονται στο κατώφλι του, έτοιμα να του χτυπήσουν την πόρτα. Γύριζε και γύριζε και γύριζε και καταριόταν τα καλοκαίρια της Ελλάδας. Και ύστερα, το πρωί, είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τον αριθμό και όλες οι άγρυπνες νύχτες του τον είχαν χτυπήσει φιλικά στην πλάτη.
«Συγχαρητήρια, λοιπόν», έκανε ο Ανδρέας, αφήνοντας τη λαβή στο λαιμό του για να χτυπήσει και εκείνος την πλάτη του. «Τι θα κάνεις τώρα;»
«Θα κοιμηθώ», απάντησε ο Οδυσσέας.
«Καθόλου περιπετειώδη σχέδια για το καλοκαίρι;»
Ανασήκωσε τους ώμους. Είχε περάσει κάθε καλοκαίρι της ζωής του με τον Ανδρέα. Δεν περίμενε αυτό το καλοκαίρι να είναι διαφορετικό.
«Το μόνο που θέλω», είπε τελικά. «Είναι να πάω κάπου με θάλασσα».
Ο Ανδρέας χαμογέλασε.
«Εσύ;» έκανε τελικά, γυρνώντας για να τον κοιτάξει. Στεκόταν με την πλάτη του στα κάγκελα της βεράντας, ολόκληρη η πόλη να απλώνεται πίσω από το σώμα του. Φαινόταν κουρασμένος. Φορούσε μια παλιά μπλούζα και μια ζακέτα ένα νούμερο πιο μικρή. Ήταν πανέμορφος. «Δεν μου είπες για τα δικά σου αποτελέσματα».
«Δεν έχουν σημασία», του μουρμούρισε τελικά. Του γύρισε την πλάτη. Στράφηκε προς την πόλη. «Θα μου λείψει αυτό το μπαλκόνι».
Οι σταγόνες νερού γύρω από το ποτήρι του καφέ φάνταζαν ξαφνικά παγωμένες.
«Τι...» έκανε τελικά ο Οδυσσέας νιώθοντας την ερώτηση να μαγκώνει στο λαιμό του. «Τι εννοείς;»
«Θυμάσαι εκείνη τη μέρα», μουρμούρισε ο Ανδρέας. «Που κάψαμε τα πόδια μας στην άσφαλτο;»
Ο Οδυσσέας δεν μετακινήθηκε. Το μυαλό του είχε μείνει στην προηγούμενη ερώτηση.
«Ήμασταν τόσο χαζά παιδιά». Ο Ανδρέας κούνησε το κεφάλι του. «Δεν σκεφτόμασταν ποτέ πριν πράξουμε».
Και τότε γύρισε προς το μέρος του. Τα μάτια του είχαν το χρώμα του ουρανού. Τα δάκρυα του επίσης.
«Τουλάχιστον όμως εσύ ήσουν και δειλός πέρα από χαζός», οι λέξεις του Ανδρέα δεν είχαν κακία πίσω τους. «Έμεινες στον προκαθορισμένο δρόμο. Εγώ ήθελα περιπέτειες».
«Ανδρέα, δεν καταλαβαίνω».
«Φεύγω στο εξωτερικό», του είπε. «Δεν πρόκειται να δώσω ξανά πανελλήνιες. Και οι γονείς μου δεν πρόκειται να με αφήσουν με ένα απολυτήριο Λυκείου».
«Γιατί», ψιθύρισε ο Ανδρέας. Μπορούσε να ακούσει τα κύματα της θάλασσας να παρασέρνουν το κόσμο του. Υπήρχε αλάτι στον αέρα γύρω τους. «Γιατί δεν μου το είπες;»
«Είχαμε πει να μείνουμε μαζί», του απάντησε λες και αυτό ήταν εξήγηση. «Σου είχα υποσχεθεί πως θα σε προσέχω».
Ο Οδυσσέας κοίταξε το μπαλκόνι γύρω τους. Δεν είχε προσέξει ποτέ τις λεπτομέρειες του: το κεντρικό πλακάκι ήταν σπασμένο στην άκρη, υπήρχε ένα σπασμένο κάγκελο στα αριστερά του, η γλάστρα με το βασιλικό είχε μια ρωγμή που ξεκινούσε από το χείλος της και κατέληγε στον πάτο. Τα χέρια του Ανδρέα έκλεισαν γύρω του σε μια αγκαλιά. Μια γάτα ήταν ξαπλωμένη στο απέναντι μπαλκόνι. Βρισκόντουσαν στον πέμπτο όροφο. Όλη η πόλη απλωνόταν μπροστά τους.
Ο Οδυσσέας τον αγκάλιασε πίσω. Και εισέπνευσε.

ESTÁS LEYENDO
στον μικρό μας κόσμο, με θέα τη θάλασσα
Historia Cortaη ιστορία δύο αγοριών σε πέντε στιγμιότυπα σε ένα μπαλκόνι