Η μπαλκονόπορτα φυλάκισε τη μουσική στο δωμάτιο καθώς ο Οδυσσέας την έκλεινε πίσω του. Μπορούσε ακόμα να ακούσει τον αμυδρό ήχο του πάρτι που εξελισσόταν μέσα στο διαμέρισμα. Αλλά εκεί, στο σκοτάδι του Σαββάτου και την παγωνιά του χειμώνα, ένιωθε καλύτερα. Δεν υπήρχε καπνός εκεί ή η μυρωδιά του ποτού, ή άτομα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Το μόνο που υπήρχε ήταν τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια τυλιγμένα γύρω από τα κάγκελα και μια φιγούρα σκαρφαλωμένη πάνω τους.
Ο Οδυσσέας ένιωσε την ανάσα του να κόβεται.
Πάνω στα κάγκελα ήταν καθισμένος ο Ανδρέας, με ένα τσιγάρο στα χείλη και το σώμα του στραμμένο έξω από το μπαλκόνι.
«Δεν περνάς καλά;» τον ρώτησε το αγόρι. Ο Οδυσσέας τον πλησίασε, τυλίγοντας τα δάχτυλα του γύρω από το κιγκλίδωμα.
«Είχε αρχίσει να με χτυπάει το ποτό και χρειαζόμουν λίγο αέρα».
«Μαλακίες», τον διέκοψε ο Ανδρέας. Το σώμα του τραντάχτηκε. Αν έκλεινε τα μάτια, ο Οδυσσέας μπορούσε να τον φανταστεί να πέφτει στο κενό. «Δεν πίνεις».
«Μπορείς να κατέβεις από εκεί πέρα;»
«Όχι, μαμά», του απάντησε ο Ανδρέας με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Το τσιγάρο του είχε σχεδόν τελειώσει. Έτσι το έβγαλε από τα χείλη, πίεσε τα απομεινάρια στην άκρη του κάγκελου και ύστερα το πέταξε στο δρόμο από κάτω τους. «Φοβάσαι μην πέσω;»
«Προφανώς».
Ο Ανδρέας χαμογέλασε.
«Ξέρεις τι κάνω;» τον ρώτησε.
«Προσπαθείς να αυτοκτονήσεις;»
«Προσπαθώ να δω τη θάλασσα», του απάντησε κουνώντας το κεφάλι.
Ο Οδυσσέας έπνιξε ένα γέλιο.
«Είναι σκοτάδι», του είπε. Τα δάχτυλα του απείχαν μόλις μερικά εκατοστά μακριά από το μηρό του άλλου αγοριού. Θα μπορούσε, αν δεν φοβόταν, να μετακινήσει το χέρι ελάχιστα και να τον ακουμπήσει. «Δεν μπορείς να δεις τόσο μακριά».
Ο Ανδρέας ανασήκωσε τους ώμους.
«Από το σπίτι μας στην παραλία θα μπορώ, όμως».
«Εξακολουθείς να το θυμάσαι αυτό;» γέλασε ο Οδυσσέας. «Έχουν περάσει χρόνια».
«Προφανώς», του έκανε ο Ανδρέας και γύρισε να τον κοιτάξει. Έτσι όπως στέκονταν τώρα τα πρόσωπα τους απείχαν δυο ανάσες.
Ο Οδυσσέας σκέφτηκε τσιρότα στα γόνατα και το πάρκο της γειτονιάς τους.
«Δεν θα το ξεχάσω ποτέ», του εκμυστηρεύτηκε ο Ανδρέας. «Είναι το μεγάλο όνειρο μου».
«Χρειάζεσαι καλύτερα όνειρα», του ψιθύρισε ο Οδυσσέας.
«Και εσύ χρειάζεσαι περισσότερη τόλμη». Μπορούσε σχεδόν να δει τις λέξεις να διαμορφώνονται στα χείλη του. Σκασμένα και ξηρά και τόσο ελκυστικά. «Ήσουν πάντα δειλός, Οδυσσέα». Αυτές τις λέξεις τις είχε ψιθυρίσει στο χώρο ανάμεσα τους. Ο Οδυσσέας έψαξε τα μάτια του. Ήταν καταγάλανα. Και ύστερα κοίταξε ξανά τα χείλη του. Είχε πλησιάσει πολύ κοντά τώρα. Αν έσκυβε λίγο πιο μπροστά. «Και εγώ δεν πάω πίσω», μουρμούρισε τελικά ο Ανδρέας και πετάχτηκε όρθιος.
«Μην αργήσεις πολύ», του φώναξε καθώς έμπαινε ξανά μέσα στο σπίτι.
Ο Οδυσσέας έμεινε στη θέση του, παρατηρώντας το πιάτο της θέας που απλωνόταν μπροστά του. Κάπου μακριά, θα ορκιζόταν πως μπορούσε να δει τη θάλασσα.

BẠN ĐANG ĐỌC
στον μικρό μας κόσμο, με θέα τη θάλασσα
Truyện Ngắnη ιστορία δύο αγοριών σε πέντε στιγμιότυπα σε ένα μπαλκόνι