-25-

440 69 50
                                    

   Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή, παρόλα αυτά η διαφορά στη θερμοκρασία ανάμεσα στο σπίτι και την πόλη ήταν αισθητή. Όταν πάτησε έξω από το κούφωμα της, μπορούσε να νιώσει και τους 38 βαθμούς του καλοκαιριού να τον χτυπάνε στο πρόσωπο. Τον συνόδευαν το σιγανό μουρμουρητό της τηλεόρασης και το γάβγισμα ενός σκύλου από τον απέναντι δρόμο. Έκλεισε τα μάτια.

Όταν τα άνοιξε τον είδε.

Ο Ανδρέας στεκόταν με τα μπράτσα στα κάγκελα και το πρόσωπο του γυρισμένο προς τη μεριά της θάλασσας. Στα εφτά χρόνια που είχαν περάσει από την τελευταία φορά που πάτησε σε εκείνο το μπαλκόνι, είχε χτιστεί μια πολυκατοικία που έκρυβε τη θέα. Αλλά ο Ανδρέας εξακολουθούσε να κοιτάει προς τα εκεί. Ακόμη και αν δεν φαινόταν τίποτα. Ο Οδυσσέας δεν τον πλησίασε, έμεινε στη θέση του.

«Θυμάσαι εκείνα τα αγόρια που σε πείραζαν στο δημοτικό;» τον ρώτησε ο Ανδρέας, χωρίς να κουνήσει από τη θέση του.

«Ναι», μουρμούρισε ο Οδυσσέας. «Τα θυμάμαι».

«Πέτυχα τον έναν στο αεροδρόμιο. Τελείως τυχαία».

«Και;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Του έσπασα τη μύτη». Μονάχα τότε γύρισε για να τον κοιτάξει. «Δεν με είχες αφήσει να το κάνω τότε».

Τα μάτια του ήταν πιο γαλανά από ποτέ. Έφερναν αναμνήσεις και εικόνες. Έφερναν συναισθήματα που ο Οδυσσέας πίστευε πως είχε τιθασεύσει εδώ και καιρό. Αλλά αλήθεια, μπορεί κανείς να τιθασεύει τέτοια συναισθήματα; Μπορεί να τα σκοτώσει;

«Είσαι το ίδιο άμυαλο παιδάκι που μου υποσχόταν σπίτι στην παραλία όταν ήμασταν μικροί», του είπε ο Οδυσσέας.

Ο Ανδρέας χαμογέλασε.

«Και εσύ;» τον ρώτησε. «Είσαι το ίδιο παιδί;»

   Μπορεί κανείς να σκοτώσει την πρώτη του αγάπη;

«Όχι», του απάντησε και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. «Δεν είμαι».

Ένα αυτοκίνητο κόρναρε στο δρόμο, μια γυναίκα φώναξε κάτι, η γάτα των απέναντι νιαούρισε. Ο Οδυσσέας διέσχισε το χώρο ανάμεσα τους και τον τράβηξε κοντά του. Απίστευτα κοντά. Η παλάμη του φώλιασε στο πλάι του λαιμού του, ο αντίχειρας να αγγίζει τον παλμό του. Μπορούσε να ακούσει τη φωνή του Ανδρέα να πιάνεται στο λαιμό του. Μπορούσε να τη νιώσει. Ένωσε τα μέτωπα τους.

«Ναι», ψιθύρισε ο Ανδρέας. «Δεν είσαι».

Τα χείλη του δεν είχαν γεύση από καπνό.

Μπήκαν μαζί μέσα στο σπίτι. Απίστευτα κοντά. Και η βεράντα έμεινα άδεια.

Πέρα από το μπαλκόνι, τα τζιτζίκια τραγουδούσαν.

στον μικρό μας κόσμο, με θέα τη θάλασσαWhere stories live. Discover now