~Ένιωσα πως κουράζομαι
στα δύο πως μοιράζομαι
Ο χρόνος μου τώρα τέλειωσε
Η αδυναμία και πάλι νίκησε~-Νωαίνα
ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ
Εκείνο το βράδυ γύρισα στο σπίτι νωρίτερα από το συνηθισμένο. Ξεκλείδωσα την εξώπορτα και μπαίνοντας μέσα στο σκοτεινό χώρο την έκλεισα ήσυχα πίσω μου.
Υπέθεσα πως η αδελφή μου θα ξεκουραζόταν και διατηρώντας όσο το δυνατόν περισσότερο την νεκρική σιγή του σπιτιού για να μην την ενοχλήσω, αποφάσισα να κάνω και εγώ το ίδιο.Κατευθυνόμουν στο δωμάτιο μου μα την στιγμή που το χέρι μου βρήκε το πόμολο της πόρτας ένιωσα ένα κύμα κρύου αέρα να φτάνει στην πλάτη μου. Με μια αναστροφή συνειδητοποίησα πως προερχόταν από το απέναντι δωμάτιο, της Μάγδας, όπου η πόρτα ήταν ανοιχτή. Πλησίασα προς τα εκεί και ύστερα μπήκα μέσα ψάχνοντάς την.
Το ελάχιστο φως του φεγγαριού που ερχόταν από το παράθυρο μου επέτρεψε να εξετάσω προσεκτικά τον χώρο γύρω μου. Το τέλεια οργανωμένο δωμάτιο ωστόσο ήταν άδειο. Έτσι πλησίασα την ανοιχτή μπαλκονόπορτα με μια ανησυχία να τρεμοσβήνει μέσα μου. Την εντόπισα στην άκρη του μπαλκονιού, να έχει στηρίξει τα χέρια της στα κάγκελα και να κοιτάζει κάτω. Τα μακριά καστανά μαλλιά της ανακατέβονταν από τον αέρα και το λευκό νυχτικό της ανέμιζε άτσαλα.
Ένιωσα το σώμα μου να ανατριχιάζει από το κρύο που το χτυπούσε και τύλιξα ασυναίσθητα τα χέρια μου γύρω από τον εαυτό μου βγαίνοντας ύστερα κι εγώ έξω.
"Μάγδα μου τι κάνεις εξω με τέτοιο καιρό; Βρέχει. Δεν το βλέπεις;" είπα με την ανησυχία εμφανή στον λόγο μου.
"Τι σημασία έχει; ... Όταν έρχεται το τέλος σε ενδιαφέρει μόνο αυτό και δεν μπορείς να το σταματήσεις." μου απάντησε με μια ψυχρή απάθεια.
Στα λόγια της ένα ρίγος φόβου με διαπέρασε.
Η φωνή της, αργή και σταθερή. Ακουγόταν σίγουρη για ότι έλεγε.
"Τι εννοείς;" την ρώτησα τρομαγμένη.
Μα εκείνη δεν γύρισε να με κοιτάξει και συνέχισε να μιλάει στον ίδιο τόνο, αγνοώντας την ερώτηση μου.
"Και το τέλος είναι η μόνη σωτηρία... Η μόνη διαφυγή απ'όλους και απ'όλα... Δεν μπορείς να το αποφύγεις, και ούτε πρέπει, γιατί είναι η λύτρωσή σου..."
"Έτσι, όσο πιο γρήγορα έρθει, τόσο το καλύτερο." μου λέει καθώς γυρνάει και με κοιτάει έντονα στα μάτια, με ένα βλέμμα που πρώτη φορά αντίκρισα.
Ένιωσα τους χτύπους της καρδιάς μου να ανεβαίνουν ανεξέλεγκτα και την ανάσα μου να βαραίνει.
"Καλύτερα για σένα, για την ψυχή σου" συνεχίζει καθώς βγάζει το ένα της πόδι έξω από τα μαύρα κάγκελα.
Ο φόβος κυριεύει κάθε εκατοστό μου βλέποντας αυτήν της την κίνηση.
"Τι..." ξεκινάω να πω μα νιώθω τον λαιμό μου να στεγνώνει και την φωνή μου να χάνεται.
Δεν μπορεί... Δεν γίνεται η αδελφή μου να κάνει κάτι τέτοιο... Να... με αφήσει...
"Μάγδα μου, τι είναι αυτά που λες; Έλα εδώ σε παρακαλώ." της λέω σιγά και γλυκά ύστερα από λίγο ανακτώντας ελάχιστα την φωνή μου και κάνω ένα μικρό βήμα προς το μέρος της, χωρίς να θέλω να την τρομάξω και να πέσει.
"Καλύτερα και γι' όλους όσους έχεις γίνει βάρος." επιμένει στον μονόλογο της αγνοώντας με ξανά και βγάζει και το δεύτερο πόδι της έξω.
"Μάγδα τι πας να κανεις; Σταματά σε παρακαλώ." της λέω με τρεμάμενη φωνή.
Δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν ανεξέλεγκτα από τα μάτια μου και η όραση μου θολώνει.
Προσπάθω να την πλησιάσω λίγο ακόμη για να την αποτρέψω. Εκείνη τη στιγμή όμως αφήνει ελεύθερα τα χέρια της και πέφτει στο κενό...
"Αντίο." είναι η τελευταία λέξη που ακούω να βγαίνει από τα χείλη της μόλις φτάνω στα κάγκελα.
Μια κραυγή πόνου βγαίνει από τα μέσα μου σ' αυτό που αντικρίζω και πέφτω στα γόνατα ουρλιάζοντας ανεξέλεγκτα. Σπαράζω αβοήθητη και η ψυχή μου παγώνει.
Χτυπιέμαι ασυνείδητα, ίσως όπως με χτυπάει το γιατί μου...
Το μόνο που βλέπω είναι την αδελφή μου, να πέφτει από τον έβδομο όροφο της πολυκατοικίας...
BINABASA MO ANG
Η Αυτόχειρας
Short Story«Το "γιατί" μιας πονεμένης καρδιάς δεν σταματά ποτέ να υπάρχει...» __________________ Ένα μοιραίο λάθος. Μια επιλογή που με πλήγωσε, που στιγμάτισε την ζωή μου... Χάραξε εικόνες που θα μείνουν βαθειά ριζωμένες μέσα μου. Αναμνήσεις...