《..αν》
《Ι..αν》
《ΙΒΑΝ》
Το 16χρονο αγόρι άνοιξε διστακτικά τα καταπράσινα ματιά του και κοιταξε με απορία την αλλόκοτη κοπέλα που φωναζε από πάνω του. Τι παράξενος άνθρωπος. Τα μαυρα μαλλιά της ήταν κοντά, με βαμμένες μοβ τούφες από δω και απο κει, τον κοιτούσε με τα μεγάλα κάστανα της ματιά που έλαμπαν στο φως του φεγγαρόφωτου που ξετρυπωνε από το παράθυρο.Μετά από καμποσα δευτερόλεπτα την αναγνώρισε. Η Λίζα.
《Τι θες γαμωτο, τραβά κοιμησου》 της φώναξε και έκλεισε ξανά τα μάτια του.
《Πάλι φτιαχμενος εισαι;》ο Ιβάν είχε αρχίσει να νευριάζει 《Ποια μιλάει》 μουρμούρισε εκνευρισμένα 《Τι θες τελος πάντων;》《έχεις πιει τον κώλο σου πάλι και την αράζεις στο σαλόνι γιατί άραγε σε ξυπνάω;》
Ανασηκωθηκε και κοιταξε το μέρος γύρω του, το πάτωμα ήταν γεμάτο με αποτσίγαρα και άδεια μπουκάλια μπιρων. Είχε μια δύσκολη μέρα σήμερα, δικαιολογούταν που ίσως ειχε ξέφυγει λίγο.
《Που είναι οι άλλοι;》 ρώτησε με βραχνή φωνή, η Λίζα συνοφριωθηκε 《με πήραν τηλέφωνο πριν από λίγο θα ρθουν σε κάνα δεκαλεπτο》 ο Ιβάν σχεδόν αυτόματα έχωσε το χέρι του στη τσέπη του τζιν του και έβγαλε ένα πακέτο καμελ το άνοιξε και πήρε το μοναδικό τσιγάρο που είχε ξεμείνει στο πακέτο. Ακουμπησε τον αντιχειρα του στην ακρη του τσιγαρου και σε ενα κλασμα δευτερολεπτου, η άκρη του έγινε πορτοκαλι και άρχισε να το καπνιζει. Η Λίζα τον κοιτούσε με έκπληξη 《σοβαρά ποιος νομίζεις ότι θα μαζέψει το χάος σου;》
Ο Ιβάν σηκωσε το δεξί του χέρι, με το άλλο πάντα να κρατάει το τσιγάρο, και τα μπουκαλάκια της μπίρας σηκώθηκαν από το πάτωμα και άρχισαν να αιωρούνται λίγα εκατοστά από το πάτωμα. Τα μάτια της Λίζας αστραψαν αλλά αμεσως μετά ανασηκωσε το φριδι και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της. Σαν μικρό παιδί που έβλεπε το ίδιο κόλπο να γίνεται για πολλοστή φορά.
Επιδειξιας, σκέφτηκε η κοπέλα. Ο Ιβάν της χάρισε ένα χαμόγελο φανερώνοντας δυο σειρές από κατάλευκα δόντια, τα μάτια του είχαν αυτό το καταπράσινο χρώμα, ήταν τόσο τρομαχτικα και τόσο όμορφα ταυτόχρονα. Η Λίζα αναρωτιόταν συχνά αν κάποιος κανονικός άνθρωπος θα μπορούσε ποτέ να έχει αυτή την απόχρωση στα μάτια.
Τα μπουκάλια μπήκαν το ένα, πίσω απο το άλλο και ο Ιβάν κουνοντας απαλά το χέρι του τα οδήγησε έως τον πάγκο της κουζίνας. Έπειτα, σηκώθηκε γοργρα έπιασε τα πέντε μπουκάλια με το ελεύθερο του χέρι καθως με το άλλο κρατούσε το τσιγαρο που είχε μικρύνει αρκετά από την πρωτη στιγμή που το άναψε. Έφτασε στο ντουλάπι της κουζίνας το άνοιξε, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια και πέταξε τα μπουκάλια με πάταγο μέσα στο καδο. 《Και έτσι καθαρίζεται το χάος》 είπε κάπως σαρκαστικά και χαμογέλασε στην αδελφή του φανερώνοντας τα λακκακια που στόλιζαν τα μάγουλα του.
Μετα απο λίγη ώρα καθαριότητας, ακούστηκε ένας ηχος απο την εξώπορτα και έπειτα από λίγο άνοιξε. 《Βλέπω είστε ξύπνιοι τέτοια ωρα》 είπε επικρητικα η Μαρία εχωντας στο χέρι ένα μικρό σακίδιο κρατώντας την πόρτα για τον Τζόουνς που έσερνε δύο μεγάλες βαλίτσες.
《Τι να μην σας υποδεχτούμε;》 είπε ο Ιβάν χαρίζοντας ένα ψεύτικο χαμόγελο στους ανθρώπους που αυτά τα δεκαέξι χρόνια αποκαλούσε γονείς του. Οι "γονείς" του δεν είχαν αποδεχτεί ακόμα την πραγματική ταυτότητα του, τους τρόμαζε, το έβλεπε στα μάτια τους, δεν τον θεωρούσαν γιο τους πια. Αυτή η σκέψη τον γέμιζε θλίψη, γιατί αλήθεια τους αγαπούσε, πολλές φορές ευχόταν να ήταν απλά ο Ιβάν ένα απλό αντιδραστικό, έφηβο αγόρι και όχι αυτό που πραγματικά ήταν.
Και το πιο άσχημο από όλα, δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν και τι έπρεπε να κάνει. Ήξερε πως κάποτε δεν ήταν ανθρωπος, όχι ότι τώρα ήταν αλλά δεν ήταν ούτε το μισό από το ότι είχε ακούσει και από τα ελάχιστα που θυμόταν ότι ήταν κάποτε.
Ήταν χαμένος. Ένιωθε μόνος και φοβισμένος κανένας δεν μπορούσε να το βοηθήσει. Και οι δυνάμεις του αυξάνοταν όλο και περισσότερο όσο τα χρόνια περνούσαν και όσο πιο δυνατός γινόταν όλο και περισσότερες αναμνήσεις από το τότε τον γέμιζαν.
《Το μωρό είναι πανέμορφο κρίμα που είχατε σχολείο και δεν ήρθατε να δείτε πόσο πολύ μοιάζει στην Μέλισσα μας》είπε ο Τζόουνς αναψοκοκκινισμενος και λαχανιασμένος από το κουβαλημα των βαλιτσων. 《Ναι αλλιώς δεν θα χατε θέμα να κρατήσει ο διάβολος το ανιψακι του ε;》 πέταξε ειρωνικά ο Ιβάν και γύρισε να φύγει για το δωμάτιο του πριν προλάβει να δει τις αντιδράσεις των γύρω του.
《Ιβάν》 άκουσε την Μαρία να τον φωναζει καθώς αυτός αναιβενε είδη τα μεγάλα ξύλινα σκαλιά. Απίθανα, απλά όλα υπέροχα, σκέφτηκε σαρκαστικά σφίγγοντας τα χέρια του σε γροθιές για να συγκρατήσει τα νεύρα του.
Όλα τόσο μπερδεμένα. Πραγματικά αναρωτιόταν συχνά που ανήκε, ποιος ήταν και τι στο καλό έπρεπε να κάνει. Η τελευταία του σκέψη πριν αποκοιμηθεί εκείνο το βράδυ ήταν αν ποτέ οι δικοί του θα τον ξανακοιταζαν και στα μάτια τους, δεν θα αντικριζε φόβο και απέχθεια αλλά αγάπη.
YOU ARE READING
Just A Boy
ParanormalΜπορεί να έμοιαζε με ένα συνηθισμενο εφηβο αγόρι αλλά δεν ήταν. Όσο και αν ήθελε να διαγράψει το παρελθόν του και να ζήσει σαν ενας κανονικος άνθρωπος δεν μπορούσε... Παρεξηγημένος, μόνος, φοβισμένος αυτά ήταν τα συναισθήματα που ένιωθε ο δεκαεξαχρο...