δεκαοχτώ χρόνων, ονειροπόλος και η κόρνα χτυπάει δυνατά. παραθερίζει σε κάποιο νησί του φανταστικού του, ήταν δεκαοχτώ χρόνων, ονειροπόλος. τα ηλεκτρικά σήματα μεταφέρουν τον ήχο της σημερινής εποχής αλλά δεν τον έφτασαν, ήταν δεκαοχτώ χρόνων, ονειροπόλος, όχι πολύ κοινωνικός. οταν κάποτε τον ρώτησαν αν έχει ζήσει την ζωή που ήθελε, έστριψε το κεφάλι με αποστροφή «βεβαίως. όχι όσο θα ήθελα βέβαια, βασικά μη με ρωτάτε, είμαι μόλις δεκοχτώ χρόνων, ονειροπόλος» ήταν και λίγο μπερδεμένος. έκατσε να γράψει μια επιστολή σε έναν καλό του φίλο, όμως, το μελάνι χύθηκε και δεν είχε πια τίποτα να πει, δεκαοχτώ χρόνων, μοναχικός. υπηρχε παρα την διαρκη και αέναη απουσία του, λόγω της σύμβασης που υπάρχει μεταξύ των ζωντανών και αυτών που δεν έζησαν αρκετά, αφου ήταν δεκαοχτώ χρόνων και ο χρόνος δεν ήταν ποτε αρκετός. καθώς ατένιζε τον ήλιο που είχε σβήσει σαν κεράκι από κάποιο φθηνό συνοικιακό μαγαζάκι, σκεφτόταν πράγματα αφόρητα όπως την δικαιολογία που του είπαν για μια συγκυρία χαράς και ελπίδας στον ίδιο πλανήτη, ήταν δεκαοχτώ χρόνων και τον είχαν ξεγελάσει. Η κόρνα χτυπάει δυνατά. Θα πρέπει να πάρει μια απόφαση ή θα επιβιβασθεί ή θα αποκλειστεί στο νησί του φανταστικού. ειναι δεκαοχτώ χρόνων, ονειροπόλος και η ιδέα της επιβίβασης εμοιαζε περισσότερο με μια ακόμα σύμβαση.