κεφάλαιο 4

148 8 0
                                    

«Επανέρχεται!» άκουσε κάποιον σαν να μιλάει μέσα από πηγάδι.

Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της. Αλλά κάτι την τύφλωσε. Θέλησε να τα ξανακλείσει όμως κάτι την εμπόδιζε.

«Οι κόρες ανταποκρίνονται κανονικά» μίλησε κάποιος άλλος και ύστερα μπόρεσε να κλείσει πάλι τα μάτια της.

«Μείνε μαζί μας! Άνοιξε τα μάτια σου!» άκουσε τον πρώτο να λέει. Αυτή τη φορά τον άκουσε λίγο πιο δυνατά.

Κάτι βούιζε... ένας δυνατός ήχος ξεπρόβαλλε σιγά σιγά μέσα από το βάθος. Και όλο και δυνάμωνε. Ώσπου έφτασε σ' ένα σημείο να την ξεκουφάινει.

Άνοιξε πάλι τα μάτια της και είδε δύο θολές φιγούρες σκυμμένες από πάνω της και φώτα.

Και τότε ξαφνικά μαζί με τις αισθήσεις της επανήλθε και όλος ο πόνος στο κορμί της...

Η θολούρα απείλησε να την ξανατραβήξει προς το μέρος της...και η Άρτεμις δελεάστηκε...ήξερε ότι τουλάχιστον εκεί δεν θα ένοιωθε πόνο...

«Με καταλαβαίνεις;» ρώτησε ο ένας.

«Ναι...» είπε με βραχνή φωνή.

«Ωραία. Πώς σε λένε;»

«Ά-Αρτεμις» είπε με βραχνή φωνή.

«Εντάξει Άρτεμις. Εγώ είμαι ο Μάρκος. Κάνε κουράγιο. Είμαστε καθ'οδόν για το νοσοκομείο.»

Προσπάθησε να εστιάσει καλύτερα γύρω της και τότε διαπίστωσε ότι βρισκόταν στο εσωτερικό ενός ασθενοφόρου.

«Τώρα κατάλαβα τι είναι αυτή η σειρήνα που μου τρυπάει τ' αυτιά...»

Ο άλλος άντρας φάνηκε να της χαμογελάει. Τουλάχιστον έτσι φαντάστηκε γιατί τα έβλεπε ακόμα όλα κάπως θολά.

«Είσαι αλλεργική σε κάποιο φάρμακο;»

«Όχι, απ' όσο γνωρίζω.»

«Εντάξει. Θα νοιώσεις ένα τσιμπηματάκι» της είπε ο Μάρκος και την επόμενη στιγμή ένοιωσε κάτι να την τρυπάει στην εξωτερική μεριά της δεξιάς της παλάμης. «Σου έβαλα ορό» της εξήγησε.

Δεν του έδωσε σημασία.«Τηλέφωνο...θέλω να πάρω τηλέφωνο»

«Ναι, μισό.» ο Μάρκος κάτι έψαχνε «Ορίστε το κινητό σου. Ήταν μαζί με τα πράγματά σου πεταμένο λίγο παραπέρα από εκέι που σε βρίκαμε. Δες αν λειτουργεί.»

Best FriendsDonde viven las historias. Descúbrelo ahora