Δεν έχω άλλη επιλογή

275 17 6
                                    

Ολα γύριζαν αλλά το καταπολεμησε, προχώρησε με μικρά και σταθερά βήματα προς την πόρτα βγήκε στο διάδρομο στον όπιο η Ναρκύσσα έτρεχε και έπεσε πάνω της με τέτοια φορά που την έριξε κάτω « ωραία» είπε η Μπέλατριξ με έναν μορφασμό πόνου « δεν έπεσα απο την ζαλάδα αλλά με έριξε η αδελφή μου » συνέχισε και ο μορφασμός πόνου έγινε μια υποψία χαμόγελου « Μπέλα συγνώμη πήγαινα στην Ντελφίνη. Πως είσαι? » είπε ενώ την βοηθούσε να σηκωθεί « Καλα είμαι αλλά έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου, πόση ώρα κοιμάμαι? » ρώτησε « μέρες, 2 για την ακρίβεια » « Παναγία μου! Καλά πήγαινε κάτω θα πάω εγώ στην Ντελφινη » είπε ενώ σηκωνόταν « καλύτερα να πας εσύ είναι πολύ ανήσυχη 2 μέρες τώρα που δεν σε έχει δεί όλο κλαίει, ξυπνάει τι νύχτα » « κατάλαβα πάω να την ηρεμήσω » είπε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της κόρης της. Ανοιξέ την πόρτα και μπήκε μεσα, πήγε πάνω απο την κούνια με το ανοιχτόχρωμο ξύλο και την πράσινη κουνουπιέρα. Αυτό το παιδί είναι απόγονος του Σλιθεριν είχε πεί δεν γίνεται να μην υπάρχει πράσινο στο δωμάτιο του. Μόλις το παιδί την κατάλαβε μείωσε το κλάμα του και την περίεργάστηκε κατάλαβε σε λίγα δευτερόλεπτα ότι ήταν η μυτερά του και τέντωσε τα μικρά χεράκια του για να την αγκαλιάσει « έλα να σε πάρω αγκαλιά » είπε η Μπελατριξ και τράβηξε την Ντελφινη απο την κούνια προς αυτή. Το μωρό έσφιξε τα μικρά χεράκια του γύρω της όσο μπορούσε « σου έλειψα θυσαυρε μου? » είπε ενώ την κρατούσε στην αγκαλιά της. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι που ήταν δίπλα και κάθησε και αυτή « θες να παίξουμε. Θες να φτιάξει η μαμά όμορφα σχήματα?  » η Μπελατριξ άρχισε να φτιάχνει με τα ακροδάχτυλα της σχήματα στον αέρα που ήταν σαν να είχαν φτιαχτεί από πολύχρωμη χρυσόσκονη. Η Ντελφινη κουνούσε και αυτή τα δαχτυλάκια της προσπαθώντας να φτιάξει σχήματα στον αέρα, και άρχισε να κλαψουρίζει οταν μετά απο λίγο αδυνατούσε να το καταφέρει. « όχι αγάπη μου στην αποτυχία δεν θα κλαίς ποτέ πάντα θα προσπαθείς περισότερο. Αλλά μην φοβάσαι θα τα καταφέρεις είσαι ακόμα ένα μικρό μικρό μωράκι που δεν μπορεί να κάνει μαγικά αλλά σε λίγα χρόνια θα γίνεις η καλύτερη. Μόνο να θυμάσε Ντελφινη μου η μάγια είναι ανώτερη, αλλά δεν σημαίνει ότι αυτοί που δεν την έχουν είναι κατώτεροι, αυτό το λάθος κάναμε και εγω και ο πατέρας σου μην το κάνεις και εσυ » παρότι η Ναρκύσσα κρυφάκουγε ώρα τωρα απο την μισάνοιχτη πόρτα προτίμησε να την κλείσει και να χτυπήσει πριν μπεί « Μπέλα θα έρθεις για πρωινό? » ρώτησε « ναι έρχομαι, κατέβα και έρχομαι » η πόρτα έκλεισε και η Μπελατριξ έστρεψε πάλι την προσοχή της στο μωρό « τι λές θα βάλουμε και εσυ και εγω δύο όμορφα φορεματάκια και θα κατέβουμε για φαγητό? » ρώτησε και χωρίς φυσικά να περιμένει απάντηση άφησε το μωρό στο κρεβάτι και έψαξε στην Ντουλάπα του « Λοιπον θα βάλεις αυτό το γαλάζιο φόρεμα με τις λευκές βουλές και αυτά όμορφα γαλάζια παπουτσάκια » είπε και άρχισε να ντύνει την μικρή « πολύ ωραία πάμε τώρα να ντυθώ και εγω μην είσαι εσύ ντυμένη και εγώ με το νυχτικό » την πήρε αγκαλιά και πήγανε στο δωμάτιο. Την άφησε στο υπέρδιπλό κρεβάτι και άνοιξε την ντουλάπα της , κοίταξε προσεκτικά μπορεί σαν θανατοφαγος να φόραγε μαύρα αλλά στην ντουλάπα της υπήρχαν ρούχα σε όλα τα χρώματα. Το πένθος την απέτρεψε απο το να βάλει ένα όμορφο βαθύ κόκκινο φόρεμα μέχρι το γόνατο, κολλητό μέχρι λίγο πιο κατω απο το στήθος, με μία ενσωματωμένη ζώνη στο ίδιο χρώμα και απο την ζώνη και κάτω να γίνεται πιο αερατο με μακριά μανίκια και βε ντεκολτέ, το οποίο είχε χρόνια να βάλει αλλά της άρεσε πάρα πολύ διάλεξε τελικά το ίδιο φουστάνι σε άλλο χρώμα ενα σκούρο μωβ εξίσου πένθιμο με το μαύρο και γόβες στο ίδιο χρώμα. Βάφτηκε έπιασε τα μακριά σγουρά μαλλιά της σε μια αλογοουρά και έτσι μάμα και κόρη κατέβηκαν στην τραπεζαρία κάνοντας τους πάντες να παγώσουν στην θέα τους « καλημέρα » είπε ο Λούσιους σηκώθηκε και τράβηξε μια καρέκλα για να κάτσει η Μπελατριξ. Αυτή τον κοίταξε σαν να μην πίστευε στα μάτια της « πως και τόσο ιπποτικός?  Δεν με εχεις συνηθίσει σε ειδική μεταχείριση » είπε ενώ καθόταν « ναι, γιατί μέχρι τώρα έμοιαζες με αγρίμι, άμα τολμούσα να κάνω κάτι τέτοιο θα μου φώναζες με δολοφονικό ύφος “δεν χρειάζομαι την βοήθα σου Μαλφοι” και θα με έσπρωχνες για να απομακρυνθώ » γέλασε δυνατά κάτι που έκανε τον Ντράκο που μέχρι τώρα καθόταν απέναντι της με ανοιχτό το στόμα να ξαφνιαστεί ακομα περισότερο « ναι μάλον αυτό θα έκανα » είπε γελώντας ακόμα « Λοιπον φτάνει το γέλιο να φάμε και κάτι » είπε η Ναρκύσσα που απο το χαμόγελο της καταλάβαινες πόσο ευτυχισμένη ήταν με την κατάσταση που επικρατούσε γύρω της.  Μόνο ο Ντράκο είχε μείνει ακόμα στήλη άλατος να κοιτάζει την θεία του σαν είχε κατέβει απο άλλο πλανήτη. Αλλά δεν είχε και άδικο οποίος δεν είχε γνωρίσει την Μπελατριξ πριν γίνει θανατοφάγος το ίδιο θα πίστευε. Τελείωσαν το πρωινό τους και ετοιμάστηκαν όλοι να σηκωθούν για να πάνε στο σαλόνι θα καθόντουσαν λίγο και μετά ο καθένας θα πήγανε στην δουλιά του. Ο Ντράκο σηκώθηκε πρώτος πήγε και τράβηξε την καρέκλα της θείας του για να σηκωθεί « Βλέπω Μαλφοι οτι μεγάλωσες ένα ιππότη » ο Ντράκο της χαμογέλασε και εκείνη ανταπέδωσε το χαμόγελο « θα πάρω την Ντελφινη να πάμε μια βόλτα στον κήπο» είπε ο Ντάκο κοιτώντας την θεία του η οποίος με ένα ανεπαίσθητο νεύμα του έδωσε την έγκριση της « μην αργήσετε πολύ εγώ και Ντελφινη πρέπει να πάμε απο το Υπουργείο Μαγίας να αλλάξουμε κάποια πράγματα που εχουν γραφτεί λάθος » « Μπελά μήπως είναι λίγο νωρίς ακόμα? » την ρώτησε ο Λούσιους « εεεε δεν θα πάμε και τωρα τώρα σε καμία ώρα δύο » « Μπελά κατάλαβες τι εννοώ μην μου το παίζεις χαζή » γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια η ανησυχία και η τρυφερότητα που είδε σε αυτά  έκανε το χαμόγελο της πιο γλυκό «δεν εχω άλλη επιλογή αλλά και να είχα θα έκανα πάλι το ίδιο » γύρισε προς τον Ντράκο « πάμε και οι τρεις μαζί εκείνη την βόλτα στον κήπο που έλεγες? » « γιατί όχι? » επιδοκιμασαι  και έστριψε προς την κατεύθυνση της πόρτας αλλά ξαναγύρισε πάλι και είπε « θεία... Να χαμογελάς πιο συχνά σου πάει πολύ » τον πλησίασε και τον αγκάλιασε « μην ανησυχείς απο εδώ και πέρα θα χαμογελάω τόσο που θα βαρεθείς να με βλέπεις » είπε. Ο Ντράκο έβγαλε την Ντελφινη απο το καρότσι και την πήρε αγκαλιά « σου έχει αδυναμία » διαπίστωσε η Μπελατριξ « επειδή της έχω και εγώ » είπε ο Ντράκο και βγήκαν στον κήπο.

                                                                        

Εντάξει άργησα το ξέρω αλλά μην μου κάψετε το σπίτι πλιζζζζ.

Σε δύο τρία κεφάλαια θα έχουμε μπεί στο κύριο θέμα ελπίζω και θα αρχίσει η μικρή μας περιπέτεια.

Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο.

Φιλιά  🙋🙋🙋🙋🙋🙋🙋

♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡

"Κι Ομως " - Voltrix - Harry Potter Donde viven las historias. Descúbrelo ahora