48

301 76 34
                                    

Η Λήδα ξύπνησε νωρίς εκείνο το πρωί. Μπορεί να είχε πέσει για ύπνο θλιμμένη κι έντονα απογοητευμένη, είχε όμως τουλάχιστον πάρει την απάντηση της σε ένα από τα ερωτήματα της. Ο αλέξανδρος είχε πάρει κρυφά τα πράγματα της μητέρας της αλλά είχε ορκιστεί να της τα επιστρέψει. Πάσχιζε σαν τρελή να τον μισήσει, πάσχιζε να τον σιχαθεί αλλά δε μπορούσε να τα καταφέρει. Πάλι χλωμός έδειχνε, πάλι κουρασμένος και ταλαιπωρημένος, γιατί;

Η καρδιά της πονούσε όμως βαθιά από τη φρικτή προδοσία της εστέλ. Εκείνη την είχε επιλέξει, την είχε στηρίξει, και πολύ περισσότερο την είχε αγαπήσει. Γιατί της το είχε ανταποδώσει με τέτοιον τρόπο; Γιατί τη μισούσε; Τι της είχε κάνει; Όμορφα περνούσαν τόσα χρόνια στο Παρίσι, τι άλλαξε από την ώρα που βρέθηκαν στην ελλάδα;

Έκανε μπάνιο και κάθισε να πιει λίγο χυμό, αφού ούτε λόγος δε γινόταν για πρωινό, κι άνοιξε τα ηλεκτρονικά της μηνύματα. Είδε με κάποια θαμπή χαρά πως της είχε απαντήσει η αλεξάνδρα Σαρρή και πως της πρότεινε να συναντηθούν κάπου έξω την επόμενη μέρα, για να κάνουν μια πρώτη κι αναγνωριστική συζήτηση. Η Λήδα της απάντησε πως θα την έβλεπε με χαρά, κι ετοιμάστηκε να κλείσει τα εισερχόμενα, όταν έπιασε το μάτι της κι ένα άλλο μήνυμα που είχε μόλις ληφθεί. Το κοίταξε σκεπτική, το edelweiss θα ξεκινούσε για μια άλλη κρουαζιέρα στην εΥρώπη και η ταξιδιωτική εταιρεία ενημέρωνε όλους όσοι είχαν ταξιδέψει μαζί του στο παρελθόν για την κρουαζιέρα, αφού υπήρχαν λίγα ακόμη διαθέσιμα εισιτήρια.

Αναστέναξε, ξαφνικά η ιδέα της φυγής της φάνηκε τόσο δελεαστική που πήρε στα χέρια της το κινητό κι ετοιμάστηκε να κλείσει ένα εισιτήριο. Η δουλειά της εδώ δεν είχε ολοκληρωθεί, όμως και τι θα πείραζε αν το έκλεινε; Το πολύ- πολύ να πήγαιναν χαμένα λίγα χρήματα, δε χάθηκε δα κι ο κόσμος, αν δεν προλάβαινε να πάει πολύ απλά θα μπορούσε να το ακυρώσει.

Το έστειλε και χαμογέλασε νιώθοντας την ανάγκη να δραπετεύσει να γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Μετά σηκώθηκε να πάρει τα πράγματα της για να φύγει, τη σταμάτησε όμως το κουδούνισμα του κινητού της. Πάντα το ίδιο γινόταν τώρα τελευταία. Το κοίταξε κι έμεινε με στόμα ορθάνοιχτο και χέρι τεντωμένο.

-Παρακαλώ;

-Καλημέρα κορίτσι μου, ελπίζω πως δε σε ξύπνησα, συνήθεια μου έγινε να σου τηλεφωνώ τα πρωινά μα δε γινόταν αλλιώς.

-Καλημέρα κύριε στάθη, μην ανησυχείτε, δε με ξυπνήσατε, τι συμβαίνει; Είστε καλά;

-Καλά είμαι κορίτσι μου, άκου, θα μπορούσες να έρθεις για μια στιγμή από το γραφείο; Είναι ανάγκη, διαφορετικά δε θα σου το ζητούσα.

Το φιλί του ΝάρκισσουWhere stories live. Discover now