Ο William, ξαφνικά και χωρίς να το περιμένει, βρέθηκε να έχει σώσει ένα μωρό. Η μητέρα της, λίγο πριν πεθάνει, του είπε να τη βάλει σε ασφαλές μέρος, διαφορετικά θα τη σκότωναν. Χρόνια ο William μεγάλωνε το μικρό κορίτσι, που έφερε το όνομα Samantha...
Μια νύχτα, ένα σπίτι είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Ο William κατευθυνόταν προς εκεί με μόνο έναν σκοπό: να πάρει την ψυχή του ανθρώπου που επρόκειτο να πεθάνει. Όταν έφτασε, αντίκρισε το σπίτι να καίγεται και, λίγο πιο πέρα, κάτι που δεν περίμενε. Μια γυναίκα, σχεδόν ανίκανη να κινηθεί, έρποντας έξω από το φλεγόμενο κτήριο. Το σώμα της ήταν γεμάτο εγκαύματα, τα ρούχα της είχαν καεί και ήταν σχεδόν τελείως φθαρμένα.
Ο William πλησίασε αδιάφορος, έτοιμος να πάρει την ψυχή της, όταν η γυναίκα, με όση δύναμη της είχε απομείνει, του έπιασε το πόδι και με κόπο τον κοίταξε στα μάτια. Σίγουρα, θα ήθελε να εκφράσει τις τελευταίες της λέξεις.
Αναμένοντας, ο William την παρακολούθησε με ψυχραιμία, ενώ τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της. Μάζεψε την ελάχιστη δύναμη που της είχε απομείνει και, με σπασμένη φωνή, είπε:
Γυναίκα: «Σ...σε ικετεύω... Σώσε την κόρη μου... Ε... είναι μέσα... στο δωμάτιό της... Θ... θα πεθάνει...»
Ups! Gambar ini tidak mengikuti Pedoman Konten kami. Untuk melanjutkan publikasi, hapuslah gambar ini atau unggah gambar lain.
Ο William κοίταξε το σπίτι που καιγόταν και, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, έτρεξε προς αυτό για να σώσει το μικρό παιδί. Όταν μπήκε μέσα, άκουσε το κλάμα ενός μωρού. Ακολούθησε τον ήχο και, στο τέλος, βρήκε το δωμάτιο όπου βρισκόταν το μωρό. Η πόρτα ήταν μπλοκαρισμένη, οπότε την έσπασε με το πόδι του. Κοίταξε μέσα και πλησίασε το κρεβατάκι του παιδιού. Ευτυχώς, οι φλόγες δεν είχαν φτάσει εκεί για να της προκαλέσουν κακό. Την πήρε στην αγκαλιά του και βγήκε από το παράθυρο. Όταν τα πόδια του πάτησαν το έδαφος, κοίταξε το παιδί που τώρα κρατούσε στην αγκαλιά του.
Περπάτησε προς τη μητέρα της και σκύβοντας μπροστά της, της έδειξε το μωρό. Η γυναίκα άκουσε το κλάμα της κόρης της και σιγά-σιγά σήκωσε το κεφάλι της. Είδε πως ήταν ζωντανή και πως δεν είχε πάθει τίποτα. Δάκρυα χαράς πλημμύρισαν το πρόσωπό της και ξανακοίταξε τον ψηλό άντρα.
Γυναίκα: «Τ... το όνομά της... είναι Aurelia... Π... πάρτην μακριά... Α... αλλιώς θα την... βρουν... Θ... θα την... σκοτώσουν... Σ... σε παρακαλώ...»