Εμείς μένουμε... Εσύ φεύγεις!!

146 10 32
                                    


Βράδυ!! Έξω έκανε αναθεματισμένο κρύο, όμως μέσα στο σπίτι υπήρχε μια γλυκιά ζεστασιά από τα καλοριφέρ που άναβαν στο φουλ. Η Καρολίνα, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα πέντε, βρισκόταν στην κουζίνα της και μαγείρευε σιγοτραγουδώντας τα τραγούδια που άκουγε στο τρανζιστοράκι της, δώρο από τον συγχωρεμένο τον άντρα της που έχει χάσει εδώ και οκτώ χρόνια. Πολύ νέα τον έχασε, όμως, ποτέ δεν σκέφτηκε να ξαναπαντρευτεί. Τον λάτρευε τον Αρθούρο και δεν ήθελε κανένας άλλος να πάρει τη θέση του στο κρεβάτι της μα και στη ζωή της. Έτσι από τότε έμεινε μόνη σε αυτό το τεράστιο σπίτι με τη σοφίτα και τον όμορφο κήπο τον στρωμένο με γρασίδι.

Με τον Αρθούρο απέκτησαν ένα γιο, τον Τζόναθαν που πριν μερικούς μήνες έκλεισε τα τριάντα πέντε του χρόνια. Παντρεμένος τώρα πια ζούσε με τη γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά μακριά από το πατρικό του σπίτι. Αναγκάστηκε να φύγει όταν βρήκε δουλειά που θα απογείωνε την καριέρα του στα ύψη. Το ότι ο γιος της ζούσε τόσο μακριά από κοντά της ήταν και το μεγάλο αγκάθι στην καρδιά της. Με τον άντρα της να έχει φύγει από τη ζωή και με τον γιο της τόσο μακριά προσπάθησε να γεμίσει τη ζωή της αλλιώς. Τα κατοικίδια τα είχε αποκλείσει γιατί δεν τα άντεχε. Εντελώς αναπάντεχα μια μέρα που είχε πάει για ψώνια είδε στη βιτρίνα ενός καταστήματος μια πορσελάνινη κούκλα. Πολύ όμορφη και με τα ξανθά μαλλάκια της να πέφτουν σε μπούκλες πλαισιώνοντας το πορσελάνινο προσωπάκι της κέρδισε αμέσως την προσοχή της Καρολίνας που την κοιτούσε μαγεμένη.

Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκε στο κατάστημα και την αγόρασε.

Μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι την είχε λατρέψει. Δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Κοιμόταν; Η κούκλα δίπλα της. Μαγείρευε; Η κούκλα μαζί της στην κουζίνα. Διάβαζε στο σαλόνι της; Η κούκλα στην αγκαλιά της. Της απευθυνόταν σα να μιλούσε σε άνθρωπο. Τη φιλούσε σα να φιλούσε ένα πολύ αγαπημένο της πρόσωπο. Την κανάκευε σαν να ήταν πραγματική της κόρη, που τόσο ήθελε να αποκτήσει και που όμως με τον Αρθούρο μετά το γιο τους δεν κατάφεραν να αποκτήσουν άλλο παιδί. Μέχρι και όνομα της έδωσε, Μάγκι. Το όνομα της μητέρας του Αρθούρο. Μάργκαρετ.

Βρήκε την παρέα που έψαχνε και πραγματικά δεν ένιωθε πια τη ζωή της τόσο άδεια. Όταν την επόμενη φορά που κατέβηκε πάλι στα μαγαζιά για κάτι ψώνια που έπρεπε να κάνει, τυχαία ο δρόμος της την έφερε στο ίδιο μαγαζί απ' όπου είχε αγοράσει την κούκλα. Στη βιτρίνα τώρα υπήρχε μια άλλη κούκλα που αντικατέστησε τη Μάγκι. Η Καρολίνα την είδε και τρελή από χαρά σαν μικρό κοριτσάκι όρμησε στο μαγαζί και την αγόρασε και αυτή. Από τότε μια τρελή μανία την κατέβαλε θέλοντας να αποκτήσει όσες περισσότερες πορσελάνινες κούκλες μπορούσε. Μπαινόβγαινε από μαγαζί σε μαγαζί αγοράζοντας όλες τις κούκλες που έβρισκε. Παράγγελνε να τις φέρουν κι άλλες. Όσες περισσότερες κούκλες αποκτούσε τόσο λιγότερο άδεια της φαινόταν η ζωή της. Με τον καιρό όλο το σπίτι σχεδόν γέμισε με κούκλες. Όπου και να κοιτούσες έπεφτες στο ψυχρό τους βλέμμα. Πολυθρόνες, καναπέδες, τραπέζια, στον ογκώδη μπουφέ που υπήρχε ακουμπισμένος στον τοίχο του σαλονιού, όλα είχαν γεμίσει με τις άψυχες πορσελάνινες κούκλες. Ακόμα και τις κρεβατοκάμαρες είχε γεμίσει με δαύτες. Γεμίζοντας το σπίτι με κούκλες η Καρολίνα ένιωθε μέσα της μια ανεξιχνίαστη πληρότητα. Μια άγρια χαρά πως δεν ήταν πια μόνη.

Κομμάτια ΟυρανούWhere stories live. Discover now