Το κυνηγητό (Κεφ. 2 Part 1)

76 5 2
                                    

Θεσσαλονίκη-Σήμερα

Ήταν εννιά το πρωί. Το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν τρελό. Άνοιξε διστακτικά τα μάτια της. Για μια στιγμή απολάμβανε το πρωινό ξύπνημα. Όμως σύντομα προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. Είχε αργήσει για την δουλειά. Για ακόμα μια φορά. Θα ήταν τυχερή αν δεν την απέλυε το αφεντικό της. Πέταξε τα σκεπάσματα στο πάτωμα και με ταχύ βήμα έτρεξε προς την ντουλάπα. Πήρε από το συρτάρι την εμφάνιση του μαγαζιού, ένα μαύρο παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Έφτιαξε γρήγορα έναν ατημέλητο κότσο πήρε την τσάντα της και έφυγε βιαστικά από το σπίτι.

Περπάτησε προς την στάση των λεωφορείων. Σε δέκα λεπτά ερχόταν το επόμενο. Δεν είχε επιλογή, έπρεπε να τρέξει. Δεν ήταν μακριά το μαγαζί ευτυχώς. Άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Παραλίγο να την χτυπήσει αμάξι στην Αντιγονιδών. Έπεσε πάνω σε έναν κύριο λίγο πιο κάτω. Σκόνταψε στο πεζοδρόμιο, λίγο αργότερα. Ήταν φανερό η μέρα δεν πήγαινε και πολύ καλά.

Ήταν κοντά δυο στενά έμειναν. Επιτάχυνε όσο πιο πολύ μπόρεσε. Σχεδόν έφτασε στην Πλατεία Αριστοτέλους. Φτάνει έξω από το μαγαζί που δούλευε και ανοίγει γρήγορα την πόρτα. Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από την πόρτα ένας νεαρός, με ένα καφέ στο χέρι. Η τόση βιασύνη της έφερε σαν αποτέλεσμα να πέσει πάνω του. Ο καφές έφυγε από τα χέρια του. Και η μέρα δεν θα μπορούσε να κυλήσει χειρότερα. Το πουκάμισο της λερώθηκε, το παλτό του νεαρού έγινε χάλια και το λευκό πάτωμα φαινόταν τέλειο με μια κούπα καφέ πάνω του.

«Εε δεν το πιστεύω σήμερα. Από το κακό στο χειρότερο. Χίλια συγγνώμη, δεν σας είδα.» Και προσπάθηκε να δει τι θα κάνει που λέρωσε έναν πελάτη.

«Μην ανυσηχείς δεν πειράζει, θα πάω σπίτι να αλλάξω.» της χαμογέλασε.

Ήταν γοητευτικός. Σχετικά ψηλός, μελαχρινός, με μουσάκι. Είχε πράσινα μάτια που μπορούσες άνετα να χαθείς μέσα σε αυτά. Η Σοφία μαγνητίστηκε από το βλέμματα του. Χαμογέλασε αμήχανα και σήκωσε το ποτήρι από το πάτωμα.

«Περίμενε μια στιγμή να σου φτιάξω τουλάχιστον άλλο καφέ.» συνέχιζε να τον κοιτάζει επίμονα, όμως την μαγεία την χάλασε το αφεντικό της που μόλις εμφανίστηκε εκεί.

«Θυμήθηκες ότι δουλεύεις και σήμερα;» της είπε με απότομο ύφος ένας εύσωμος γεράκος. Ήταν νευριασμένος μαζί της και είχε γίνει κατακόκκινος από τον θυμό. Είχε αργήσει μιαμιση ώρα στην δουλειά.

«Συγγνώμη δεν θα επαναληφθεί, θα πάω αμέσως στο πόστο μου και θα καλύψω την δουλειά.» έγυρε το κεφάλι της προς τα κάτω.

«Το έχεις ήδη πει πολλές φορές αυτό, δεν θα σε χρειαστούμε άλλο. Καλύτερα να πηγαίνεις. Πέρνα από τον λογιστή να πληρωθείς μέσα στη βδομάδα»

Ήταν νευριασμένος και με το δίκιο του κι όλας. Βγήκε έξω από το μαγαζί με σκισμένο το κεφάλι, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Περπάτησε λίγο πιο πέρα στη πλατεία και κάθησε σε ένα παγκάκι. Είχε μείνει πάλι χωρίς δουλειά. Και τελικά όντως η μέρα κύλησε ακόμα χειρότερα. Είχε να πληρώσει το νοίκι σε λίγο καιρό και αρκετούς λογαριασμούς. Πως θα τα εβγαζε πέρα;

Ο νεαρός βγήκε από το μαγαζί με δύο ποτήρια καφέ. Την είδε που καθόταν μόνη της, σκεπτική. Ήταν καλή ευκαιρία για να την πλησιάσει. Ευάλωτη για τον σκοπό του.

«Να καθίσω δίπλα σου;» την ρώτησε, ενώ ήδη είχε κάτσει.

«Τι με ρωτάς, αφού κάθησες ήδη.» του απάντησε απότομα χωρίς καν να τον κοιτάξει.
«Σου πήρα καφέ, δεν ήξερα πως τον πίνεις, αλλά βοήθησε σε αυτό μια συνάδελφος σου,πρώην συναδ..ναι τελοσπάντων, οπότε ορίστε.» Έτεινε το χέρι του να της δώσει το ποτήρι.

«Ευχαριστώ» του είπε σκέτο και συνέχισε να κοιτάει το πεζοδρόμιο.

«Δεν έχεις και πολύόρεξη. Με λένε Γιάννη. Και απότι βλέπω από το ταμπελάκι στην μπλούζα σου, εσένα Σοφία. Μην στεναχωριέσαι κάτι άλλο θα βρεις. Εγώ έλεγα να φύγω τώρα, μήπως θες να σε πάω κάπου;»

«Όχι ευχαριστώ, θα κάτσω εδώ. Ευχαριστώ για τον καφέ πάλι.»

Ο Γιάννης κοκάλωσε.Δεν περίμενε αυτή την απάντηση. Δεν είχε συνηθίσει σε απόρριψη. Είχε προσέξει το βλέμμα της, πως τον κοιτούσε. Πάντα πετύχαινε το σκοπό του. Να βρίσκει μια όμορφη κοπέλα, να τον ακολουθεί και έπειτα να την σκοτώνει. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το αμάξι του. Μπήκε μέσα και άριχσε να χτυπάει το τιμόνι.

«Θα μάθω ποια είσαι. Που μένεις. Θα σε κάνω να με ερωτευτείς.»

«Γιατί τον άφησα να φύγει;» μονολόγησε και έπιασε τον ευατό της να χαμογελάει ασυναίσθητα. «Γιατί απέρριψα την πρόταση του; Τελος πάντων δεν θα τον ξανά δω, εξάλλου.»

Σηκώθηκε από το παγκάκι η Σοφία και περπάτησε με αργό βήμα προς την Εγνατία οδό. Θα έπερνε λεωφορείο να γυρίσει σπίτι. Ήθελε να ηρεμήσει λίγο. Ήταν η Τρίτη δουλειά που έχανε σε ένα μήνα. Την μια δεν την ενέκρινε η μητέρα της, στην άλλη αφού δεν δέχτηκε να βγει με το αφεντκό της, την απέλυσαν και η τρίτη, άργησε να ξυπνήσει για ακόμα μια φορά.
Έφτασε στη στάση, μετά από δυο λεπτά επιβιβάστηκε σε ένα λεωφορείο. Καθώς ήταν αφηρημένη δεν πρόσεξε ότι ο Γιάννης ήταν σε ένα τζιπάκι, απέναντι. Το λεωφορείο έκανε στάση στην Αντιγονιδών.Η Σοφία κατέβηκε και μπήκε σε ένα μικρό μπακάλικο. Ο Γιάννης αποφάσισε να αφήσει το αμάξι κάπου και να συνεχίσει με τα πόδια. Δεν ήθελε να τον υποψιαστεί. Αφού βγήκε από το μικρό μπακάλικο η Σοφία, την ακολούθησε διακριτικά. Έστριψε σε ένα στενό και ο Γιάννης απο απόσταση παρατηρούσε σε ποιο σπίτι μπήκε. Έμαθε αυτό που ήθελε, καιρός τώρα να πάει να συνεχίσει τις δουλειές του. Και θα ερχόταν η στιγμή που θα γνωρίζονταν πολύ καλά οι δυο τους. Η στθγμή που θα έμπαινε στην μακριά λίστα του ένα ακόμα θύμα.

Bloody NightWhere stories live. Discover now