2

12 1 0
                                    

Η τάξη ήταν παγωμένη. Όλοι είχαν μαζευτεί στις θέσεις τους και έτριβαν τα χέρια τους σε μια προσπάθεια να ζεσταθούν.
Η Aiko καθόταν σε μια θέση δίπλα στα μεγάλα παράθυρα που φώτιζαν την τάξη. Ο ουρανός ήταν το ίδιο μουντός με πριν και η δυνατή βροχή δεν είχε σταματήσει ούτε δευτερόλεπτο.
"Aiko-san!" Μια λεπτή φωνή έβγαλε την Aiko από τις σκέψεις της.
Η συμμαθήτριά και φίλη της, η Naoko, την χαιρετούσε από την άλλη άκρη της τάξης. Μια κοπέλα ψηλή, πιο ψηλή από όλα τα κορίτσια της τάξης, με μαλλιά μακριά, μαύρα και στιλπνά.
Την πλησίασε χαμογελώντας και ταυτόχρονα, έτριβε τις παλάμες της μεταξύ τους.
"Καλημέρα, καλημέρα!" Αναφώνησε και κάθισε στην μπροστινή θέση από αυτή της Aiko.
"Καλημέρα, Naoko-san." Η Aiko τής ανταπέδωσε το χαμόγελο καθώς έβγαζε τα βιβλία της πρώτης ώρας από την τσάντα της.
"Α." Είπε ξερά η φίλη της. "Δεν έχεις καλή διάθεση σήμερα;" Την ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι, σαν να ήταν σπασμένο και έτοιμο να αποκολληθεί από το υπόλοιπο σώμα της.
"Η αλήθεια είναι πως οχι." Απάντησε ειλικρινά η Aiko και ένα θλιμμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της. Εκείνη την ημέρα ένιωθε περίεργα. Συνήθως, ποτέ δεν απαντούσε ειλικρινά σε τέτοιες ερωτήσεις, σήμερα όμως οι λέξεις έβγαιναν αβίαστα από το στεγνό στόμα της.
"Α, τι συμβαίνει;" Η Naoko κοίταξε έξω από το παράθυρο για μερικά δευτερόλεπτα. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει και τώρα, έμοιαζε περισσότερο με χαλάζι. Τέτοιες εικόνες δεν έβλεπαν κάθε μέρα.
Το δέρμα της Aiko ανατρίχιασε.
"Δεν ξέρω..." Ένα άσχημο συναίσθημα κατέκλυσε τον ψυχικό της κόσμο.
Κοίταξε γύρω της και νόμιζε πως, για λίγο, η τάξη γύρισε ανάποδα.
Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και κάλυψε το πρόσωπο της με τα χέρια της.
"Ε, Yagami-san, με τρομάζεις!" Είπε φοβισμένα η Naoko.
Μερικοί μαθητές είχαν γυρίσει και κοιτούσαν προς το μέρος τους.
Η Aiko σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την τρομαγμένη συμμαθήτριά της.
"Απλώς ζαλίστηκα για ένα λεπτό." Χαμογέλασε. Δεν της άρεσε να λέει ψέματα, μα πρώτη φορά βίωνε ένα τέτοιο άσχημο συναίσθημα.
"Εντάξει." Η Naoko φάνηκε να σκέφτεται κάτι. "Aiko-san, γιατί δεν πηγαίνεις σπίτι να ξεκουραστείς;" Ρώτησε στην συνέχεια.
"Δεν θέλω να χάσω τα μαθήματα." Ήταν η απάντηση που έδωσε η χλωμή Aiko. Η φίλη της κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της και σηκώθηκε από το θρανίο.
"Θα σε δω άλλη στιγμή." Ανακοίνωσε και απομακρύνθηκε.
Βγήκε έξω από την τάξη χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Η Aiko την παρακολουθούσε όλη αυτήν την ώρα νιώθοντας άσχημα για τον εαυτό της.

[...]

Η βροχή είχε κοπάσει. Εκείνη η μέρα περνούσε βασανιστικά αργά για την Aiko. Στριφογύριζε το μπλε στυλό της στα δάχτυλα της, κοιτάζοντας με κενό βλέμμα έξω από το παράθυρο.
Ο καθηγητής εκείνης της ώρας εξηγούσε κάτι που εκείνη δεν άκουγε. Ο ενοχλητικός ήχος που έκανε η κιμωλία καθώς ερχόταν σε επαφή με τον μαυροπίνακα ηχούσε σαν πυροβολισμος στα αφτιά της.
Κοίταξε το πλαστικό ρολόι στον λευκό τοίχο πάνω από την ξύλινη έδρα, φτιαγμένη με ξύλο κερασιάς.
Με μεγάλη ανακούφιση, μόνο πέντε λεπτά την χώριζαν από το τέλος εκείνης της ενοχλητικής ημέρας.
Αποφάσισε να μην πάει στα απογευματινά μαθήματα, ήταν ήδη μια βδομάδα μπροστά στις εργασίες της.
"Δεσποινίς Yagami, θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας τις σκέψεις σας;" Ο καθηγητής τράβηξε την Aiko από την λίμνη των σκέψεων της.
Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια της βιαστικά και άφησε το στυλό πάνω στο θρανίο της.
"Όχι κάτι συγκεκριμένο. Με συγχωρείτε κύριε καθηγητά." Μουρμούρησε εκείνη και ανακάθισε στην καρέκλα της.
Ο ήχος του κουδουνιού την ανακούφισε. Έβαλε βιαστικά τα βιβλία μέσα στην τσάντα της και σηκώθηκε όρθια, κατευθυνόμενη βιαστικά προς την έξοδο.
"Δεσποινίς Yagami, μπορείτε να μείνετε στην αίθουσα για λίγο;" η φωνή του καθηγητή Watanabe την σταμάτησε λίγο πριν βγει από την αίθουσα.
Δάγκωσε εκνευρισμένη το κάτω χείλος της και γύρισε να τον κοιτάξει.
"Φυσικά και μπορώ." Πήγε και στάθηκε στην άκρη του μαυροπίνακα, περιμένοντας να αδειάσει η τάξη. Ο καθηγητής Watanabe έβαλε τα χέρια του πάνω στην έδρα και βάλθηκε να κοιτάζει τις δύο ομοιόμορφες στοίβες από βιβλία που είχε τοποθετήσει πάνω της.
Αφού αποχώρησαν και οι είκοσι μαθητές από την μεγάλη αίθουσα, ο καθηγητής έβγαλε τα στρογγυλά γυαλιά του και τα έβαλε προσεκτικά στην τσέπη του γαλάζιου πουκάμισου του. Ήταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα πέντε, με ολόλευκα μαλλιά, πάντα χτενισμένα και φουντωτά και ένα μούσι περιποιημένο, εξίσου λευκό.
Πάντοτε έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην Aiko με τις αρκετά βαθυστόχαστες ερωτήσεις που έθετε στην τάξη.
"Δεσποινίς Yagami." Άρχισε να λέει. Η Aiko τραβήχτηκε από την άκρη του πίνακα και στάθηκε μπροστά του.
Υποκλίθηκε βαθιά ως ένδειξη σεβασμού.
"Με συγχωρείτε, Watanabe-sama." Έμεινε σκυμμένη, να περιμένει μια λέξη από τα χείλη του καθηγητή της, φανερά ντροπιασμένη.
"Σε παρακαλώ, μην υποκλίνεσαι. Δεν έκανες τίποτε κακό." Ο Seiichi Watanabe είχε μείνει έκπληκτος με την συμπεριφορά της μαθήτριας του. Τακτοποίησε μερικές φωτοτυπίες πάνω στο γραφείο του και χτένισε τα μαλλιά του με τα δάχτυλα του.
Εκείνη ίσιωσε το όμορφο εφηβικό κορμί της και τον κοίταξε στα μάτια.
"Δεν θα επαναληφθεί." Η φωνή της ήταν ασυνήθιστα λεπτή. Η ημέρα εκείνη ήταν πολύ παράξενη για την Aiko.
"Μην ανησυχείς, Yagami-san." Ο Seiichi καθάρισε τον λαιμό του.
Η Aiko υποκλίθηκε βιαστικά, και άρχισε να τρέχει προς την πόρτα. Την άνοιξε με δύναμη κάνοντας έναν ενοχλητικό ήχο που ακούστηκε σε ολόκληρο τον διάδρομο του δεύτερου ορόφου.
Κατέβηκε βιαστικά την μεγάλη σκάλα και μετά μια δεύτερη με κίνδυνο να πέσει και, με μεγάλα βήματα, πετάχτηκε στον προαύλιο χώρο του λυκείου.
Οι κερασιές που τον στόλιζαν έσταζαν βρόχινο νερό και γυάλιζαν εκτεθειμένες στον ήλιο.
Η Aiko βγήκε από το προαύλιο κρατώντας την τσάντα της σφιχτά στο δεξί της χέρι. Διέσχισε βιαστικά έναν μεγάλο, φαρδύ δρόμο και βρέθηκε σε ένα πεζοδρόμιο απέναντι από τις εγκαταστάσεις του ιδιωτικού σχολείου.
Για κάποιον λόγο που δεν γνώριζε, δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέχει. Ένα μεγάλο κενό άνοιξε στο εσωτερικό του στήθους της καθώς οι κάλτσες της βρέχονταν από τις λακούβες που είχε αφήσει πίσω της η βροχή.
Οι ήχοι της πόλης την έκαναν να νιώθει όμορφα για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, όμως μετά το σκοτάδι απλώνονταν ξανά.
Σταμάτησε απότομα όταν κατάλαβε ότι είχε αφήσει το ποδήλατο της στο σχολείο. Στάθηκε για λίγο στο βρεγμένο πεζοδρόμιο όσο η βροχή πάνω από το κεφάλι της δυνάμωνε όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, και κοίταξε τον ουρανό μισοκλείνοντας τα μάτια της. Ψιθύρισε μια βρισιά και γύρισε να κοιτάξει τον μεγάλο και φαρδύ δρόμο μπροστά της.
Άρχισε να διασχίζει με γοργό βήμα τον φαρδύ δρόμο όταν άκουσε κάποιον να πατάει παρατεταμένα μια κόρνα αυτοκινήτου.
Ένας οξύς πόνος απλώθηκε πρώτα στα πλευρά της, μετά στο κεφάλι της και ύστερα στους αγκώνες της.
Το κρανίο της βρόντηξε στην άσφαλτο και η Aiko ένιωσε τα ζωτικά της όργανα να αιωρούνται μέσα στο σώμα της. Μια μεγάλη ποσότητα αίματος μπούκωσε το στόμα της και τα μάτια της άρχισαν να θολώνουν σταδιακά.
Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν ένας άντρας, ψηλός, με μια φορεσιά παράξενη, ένα μαύρο κιμονό. Η κόκκινη θολούρα που έβλεπε η Aiko στο κεφάλι του πρέπει να ήταν τα μαλλιά του.
"Καλέστε ένα ασθενοφόρο!" Οι λέξεις και οι φωνές έμοιαζαν να έρχονται από πολύ μακριά. Μπορούσε να ακούσει ανθρώπους να μιλάνε χωρίς όμως να καταλαβαίνει ούτε λέξη από αυτά που έλεγαν.
Ο πόνος άρχισε να μειώνεται και το σκοτάδι απλώθηκε παντού.

Life Through Him || 彼を通しての生活Where stories live. Discover now