Το ταξίδι ήταν μεγάλο αλλά ευτυχώς ο μικρός δεν διαμαρτυρήθηκε.Στο αυτοκίνητο δεν μιλούσε κανένας,ούτε η Μόνικα.Περνούσαν ιδέες από το μυαλό της να το σκάσει,καθώς κάναν τόσες φορές στάσεις αλλά μετά σκέφτηκε πως είναι αδύνατο πια να του ξεφύγει και να κάνει μία νέα ζωή μακριά από αυτόν.
Francesco «Θες να σου φέρω κάτι;»
Αλεξάνδρα «Όχι ευχαριστώ, είμαι καλά»
Μόνικα «Φέρε μου μία πορτοκαλάδα»
Francesco «Εντάξει»
Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη.Ο Francesco έλειπε πολύ ώρα και ανησυχούσε.Από μακριά φάνηκε να έρχεται.
Francesco «Ορίστε η πορτοκαλάδα και για σένα η βυσσινάδα»
Είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα.Ακόμα θυμάται τι της αρέσει;Αναλογίστηκε.Αλλά μετά σκέφτηκε πως μόνο ένας χρόνος πέρασε πως ήταν δυνατόν να ξεχάσει.
Αλεξάνδρα «Ευχαριστώ»
Francesco «Θα την πιεις!»
Αλεξάνδρα «Όταν θελήσω θα την πιω»
Francesco «Δεν κατάλαβες καλά μου φαίνεται!Δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα αυτό το έκανες και τελείωσε όλοι πρέπει να είμαστε έτοιμοι για τις επιπτώσεις των ενεργειών μας»
Αλεξάνδρα «Αφού θυμάσαι τι μου αρέσει να πίνω θα θυμάσαι κιόλας ότι αν είμαι χάλια δεν μπορώ να κάνω κάτι!»
Francesco «Όπως θέλεις αλλά να το έχεις τελειώσει πριν φτάσουμε Ρώμη»
Ο Francesco είχε σφίξει ασυναίσθητα τις παλάμες του και ένοιωθε νευριασμένος και στεναχωρημένος που είχε αφήσει την Μόνικα να μπει ανάμεσά τους.Αλλά αυτό που τον έκαιγε τώρα ήταν πως τόλμησε η γυναίκα του και δεν του είπε τίποτα για το παιδί.
ROMA
Francesco «Φτάσαμε.Πήγαινε πάνω με τον μικρό και εγώ θα πάω την Μόνικα στο σπίτι της»
Αλεξάνδρα «Μάλιστα»
Χτύπησε το τηλέφωνό της.
Αλεξάνδρα «Ποιος είναι;»
Μαρία «Εγώ είμαι καλή μου έμαθα τι έγινε.Πως αισθάνεσαι;»
Αλεξάνδρα «Χάλια!Αλλά καλά να πάθω που πήγα και ερωτεύτηκα αυτόν.Τι περίμενα;!»
Μαρία «Ηρέμησε ίσως έρθω τις επόμενες μέρες για να είσαι λίγο καλύτερα»
Αλεξάνδρα «Όποτε θες αλλά το κλίμα θα είναι τεταμένο να ξέρεις»
Μαρία «Ποιος το χέζει το κλίμα καρδιά μου εσύ να αισθάνεσαι καλά»
Αλεξάνδρα «Γιατί είσαι τόσο καλή;Σε κλίνω ήρθε τα λέμε»
Francesco «Ακόμα δεν ετοιμάστηκες;»
Αλεξάνδρα «Τώρα ήμουν έτοιμη να πάω τα πράγματα στο δωμάτιο τον ξένων»
Francesco «Μαζί μου θα κοιμηθείς Αλεξάνδρα!»
Αλεξάνδρα «Δεν νομίζω να είναι καλή ιδέα»
Francesco «Θα πας τα πράγματα στο δωμάτιό μας!»
Αλεξάνδρα «Καλά»
Francesco «Άσε με να σε βοηθήσω»
Francesco «Ξέρω τι θες να ρωτήσεις.Ρώτα»
Αλεξάνδρα «Έχω σταματήσει να ασχολούμαι με ανούσια πράγματα»
Francesco «Ανούσιο λες τις ωραίες βραδιές που πέρασα με την Μόνικα»
Αλεξάνδρα «Αυτό ήταν θα κοιμηθώ στον ξενώνα και δε με νοιάζει ότι και να πεις»
Francesco «Αλεξάνδρα συγν.......»
Αλεξάνδρα «Άστο Francesco ήδη εμείς οι δύο έχουμε τελειώσει για το παιδί μου ήρθα για να μην μεγαλώσει χωρίς μάνα»
Είπε και του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.
Τέλος