2. Μάνα

22 2 0
                                    

Φτάνω στο σπίτι παραπατώντας, γεμάτη ξεραμενα αίματα στο πρόσωπό μου. Το ποδήλατό μου το παρατώ όπως όπως στην αυλή , μη μπαίνοντας καν στον κόπο να το στερεώσω κάπου ή να το δέσω, κάτι που συνηθίζω, μιας και στη γειτονιά μας διαρκώς κλέβουν οτιδήποτε βρουν εύκαιρο . Αλλά ούτε που με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή . Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να τελειώνω με όλα . Να τελειώνω με εμένα .

Νιώθω μακράν χειρότερα από ποτέ.

Δεν προλαβαίνω να βάλω το κλειδί στην πόρτα και ήδη νιώθω κάποιον να την τραβάει με δύναμη προς τα μέσα . Πριν συνειδητοποιήσω το οτιδήποτε , έτσι ζαλισμένη όπως είμαι , νιώθω ένα χέρι να με γραπώνει με δύναμη από τον δεξιό καρπό και να με σπρώχνει με βία στο πάτωμα . Βάζω το άλλο χέρι κόντρα , για να μειώσω την πρόσκρουση στο έδαφος και το νιώθω να λυγίζει με το βάρος . Ένας αφόρητος πόνος με κατακλύζει και δάκρυα συσσωρεύονται για άλλη μια φορά στα μάτια μου , κάνοντάς τα να τσούξουν.

Γυρνάω το βλέμμα προς τα πάνω και βλέπω το πρόσωπο της μητέρας μου . Δυσκολεύομαι καλά καλά να την αναγνωρίσω . Το μακιγιάζ της είναι μουτζουρωμένο σε όλο το πρόσωπο , το οποίο είναι μουσκεμένο και γεμάτο αίματα και μώλωπες . Είναι ολοφάνερο πως και αυτή έκλαιγε πριν από λίγο . Τα άλλοτε περιποιημένα ξανθά μαλλιά της είναι τώρα εντελώς ανακατεμένα και βρόμικα . Παρατηρώ ακόμη πως και το ρούχο της είναι σκισμένο σε αρκετά σημεία. Φαίνεται να είναι τύφλα στο μεθύσι .
«Μαμά , τι συμβ..;» , δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου .
«Έγινες και κλέφτρα τώρα , παλιοπουτάνα; Είναι δυνατόν ; Δεν ντρέπεσαι ; Έβαλες χέρι στα πράγματα του Καρλ;» Και με τα λόγια αυτά μου αστράφτει ένα δυνατό χαστούκι . «Άχρηστη ! Μόνο προβλήματα μού δημιουργείς . Ένα παράσιτο είσαι !»
Δεν το αντέχω όλο αυτό ! Ο σωματικός και συναισθηματικός μου πόνος είναι αφόρητος . Νιώθω τόσο αδύναμη που νομίζω πως θα λιποθυμήσω .

Γονατίζει , με αρπάζει από το πηγούνι και φέρνει το πρόσωπό μου απέναντι από το δικό της .
«Κοίταζέ με όταν σου μιλάω , κωλόπαιδο. Έκλεψες από τον Καρλ για να πας να φτιαχτείς με καναν μαλάκα πάλι ; Τσάμπα τους κάθεσαι και πρέπει να τους κερνάς εσύ δηλαδή ; Και σταμάτα να κλαις θα σε λιώσω! Βλέπεις πώς με έκανε ο άλλος όταν κατάλαβε ότι τον είχες κλέψει ; Εγώ την πλήρωσα ! Με σάπισε στο ξύλο και με παράτησε ! Εξαιτίας σου!» , συνέχισε ουρλιάζοντας .
Μαζεύοντας όση δύναμη μου είχε απομείνει της πετάω με μίσος :
«Θα βρεις άλλον ρε, τι αγχώνεσαι; Έτσι κι αλλιώς από τότε που πέθανε ο μπαμπάς δεν έχεις αφήσει και κανέναν να μην περάσει από το κρεβάτι σου..»
Με ξαναχαστουκίζει . Αλλά έχω μουδιάσει σε όλο μου το σώμα, δεν το νιώθω καν πια . Συνεχίζει να με χτυπάει παντού με όση δύναμη έχει . Όσο και να με χτυπήσει όμως δε γίνεται να με πονέσει . Τουλάχιστον όχι σωματικά . Μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να με πληγώσει . Να με διαλύσει . Και είναι λεκτικό . Και το λέει:
«Έχεις ΕΣΥ το θράσος να μου λες για τον πατέρα σου ;; Εσύ που μου τον στέρησες κωλόπαιδο; Εξαιτίας σου έγιναν όλα! Εσύ φταις ! Εσύ μάς κατέστρεψες ! Διέλυσες την οικογένειά μας ! Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκες !»
Πάει να με ξαναχτυπήσει και της αρπάζω το χέρι αυτή τη φορά .
«Σε μισώ ! Είσαι ό,τι χειρότερο υπάρχει !», της ουρλιάζω μες στη μούρη σα μανιακή και τη σπρώχνω μακριά μου , με μια δύναμη που δεν ξέρω από πού πήγασε .

Τρέχω στο δωμάτιό μου, κλειδώνω την πόρτα , πετάω το κινητό μου στο κρεβάτι και ανοίγω το πρώτο συρτάρι του γραφείου μου . Ανασηκώνω κάτι φυλλάδια με πρόχειρα σκίτσα  που έχω σχεδιάσει με κάρβουνο (ηλίθια συνήθεια που έχω αποκτήσει τον τελευταίο καιρό) και πιάνω το κουτάκι με τα ξυραφάκια .

Ήρθε η ώρα . Δεν πάει άλλο .
Βλέπω την οθόνη του κινητού μου να αναβοσβήνει συνεχόμενα από το κρεβάτι . Κάποιος με καλεί . Δε βλέπω από εδώ που στέκομαι το όνομα ή τον αριθμό . Αλλά δε με ενδιαφέρει και να πάω πιο κοντά να δω .

Αρπάζω τη λίστα  που είχα φτιάξει και τραβάω μια γραμμή στο «Μάρκος» και μια στο «μάνα», από την οποία δεν πρόλαβα καν να ζητήσω βοήθεια . Μου την έδωσε μόνη της και με το παραπάνω ..!

Η οθόνη συνεχίζει να αναβοσβήνει .

Βγάζω  από το κουτάκι ένα ξυράφι, το περιεργάζομαι αποχαυνωμένα για λίγο και το πλησιάζω σε μια φλέβα του αριστερού μου χεριού .

Παίρνω βαθιά ανάσα .

Είμαι έτοιμη .

Όμως ξαφνικά νιώθω το χέρι μου να μη με υπακούει και το σώμα μου να παραλύει . Όλα αρχίζουν να θολώνουν σταδιακά γύρω μου. Μια σκοτοδίνη με κατακλύζει και σωριάζομαι αναίσθητη στο πάτωμα .

Ευκαιρίες Ζωήςحيث تعيش القصص. اكتشف الآن