ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: Η Απόφαση του Αντώνη

180 27 6
                                    

Ήταν μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα του Μάη και καθώς πλησίαζε το τέλος της σχολικής χρονιάς, όλοι οι μαθητές της Έκτης, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, αγχώνονταν για την επόμενη χρονιά. Διότι την επόμενη χρονιά κάτι νέο θα ξεκινούσε γι' αυτούς: θα ήταν η πρώτη τους χρονιά στο γυμνάσιο. Ανάμεσα σ' αυτούς τους μαθητές ήταν και η Ειρήνη, η οποία ήταν παράδειγμα για όλους τους συμμαθητές της.

Γιατί παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα που είχε περάσει η οικογένειά της και τον χαμό του δίδυμου αδελφού της, εκείνη κατάφερε να αποκτήσει τεράστια ψυχική δύναμη και να γίνει μια απ' τις καλύτερες μαθήτριες της τάξης της.

«Μακάρι να είσαι τόσο καλή και στο Γυμνάσιο», της είπε ο Δίας εκείνη τη μέρα που κάθονταν όλοι μαζί.

«Μακάρι», συμφώνησε η Ειρήνη. «Αλλά πιστεύω πως στο Γυμνάσιο θα είναι πιο δύσκολα τα πράγματα».

« Όσο δύσκολα και να είναι, εσύ θα είσαι η καλύτερη», είπε ο Στέφανος.

«Φυσικά. Αφού θα γίνεις γιατρός», της είπε ο Δίας.

Άλλο ένα μέλος όμως θα έλειπε από την παρέα τους: η Μελίνα. Γιατί ενώ οι άλλοι θα πήγαιναν στο 1ο Γυμνάσιο, εκείνη οι γονείς της θα την έγραφαν στο 2ο .

« Έλα, μην ανησυχείς», της είπε ο Στέφανος, όταν πήγε προς τα εκεί η κουβέντα. «Θα βρισκόμαστε εκτός σχολείου».

«Δεν θα είναι το ίδιο», είπε λυπημένη εκείνη. «Και στο σχολείο θα είμαι μόνη μου;»

«Είμαι σίγουρη πως κι εκεί θα βρεις φίλους. Όπως βρήκες εμάς», είπε η Ειρήνη.

«Φοβάμαι μην με πειράζουν».

«Δεν θα σε πειράζουν, γιατί έτσι και τολμήσει να σε πειράξει κανείς θα έρθω εγώ κι ο Δίας και θα δεις τι θα πάθουν», είπε ο Στέφανος.

« Όχι, δεν χρειάζεται...»

«Φυσικά και χρειάζεται», είπε ο Δίας. «Είσαι φίλη μας και δεν θ' αφήσουμε να πάθεις κανένα κακό».

Η Μελίνα τον κοιτούσε πάντα σαν μαγεμένη όταν μιλούσε, ό,τι κι αν έλεγε και η Ειρήνη το είχε προσέξει αυτό. Να ήταν άραγε θαυμασμός επειδή την προστάτευε ή ένας παιδικός έρωτας; Όπως και να' χε πάντως, η Ειρήνη δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Η φίλη της ήταν πολύ κλειστή και ακόμα κι αν της άρεσε ο Δίας, αποκλείεται να της το έλεγε.

Το βράδυ έφτασε στο σπίτι των Φωτίου. Όταν τα κορίτσια έπεσαν για ύπνο και πριν ετοιμαστεί ο Αντώνης να πάει για ποτό, η Σωτηρία τον έπιασε και του είπε:

«Πρέπει να κάνουμε μια σοβαρή κουβέντα εμείς οι δύο. Πριν φύγεις».

«Σε ακούω».

«Για πόσο θα συνεχίζεται αυτή η κατάσταση, Αντώνη; Άκουσέ με, σε παρακαλώ. Θέλεις οι κόρες μας να μείνουν χωρίς πατέρα ; Απάντησε μου. Το ξέρω ότι αισθάνεσαι υπεύθυνος για τον θάνατο του Σπύρου, όμως υπάρχουν και άλλα δυο παιδιά που πρέπει να μεγαλώσουμε. Σκέψου τουλάχιστον αυτό: ότι σε έξι χρόνια θα παντρέψουμε την Ειρήνη μας. Δεν θα μας δώσει λίγη χαρά αυτό;»

« Έξι χρόνια είναι πολλά για μένα, Σωτηρία. Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει μέχρι τότε».

Η Σωτηρία ξεφύσησε.

«Πήρα μια απόφαση, την οποία σκοπεύω να την τηρήσω. Αν δεν κόψεις το ποτό, θα χωρίσουμε».

«Τι;»

«Αυτό που άκουσες. Θα πάρω τις μικρές και θα φύγω. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, Αντώνη. Πρέπει ν' αλλάξεις». Τον κοίταξε στα μάτια. «Κάνε το για μένα». Ο Αντώνης κάθισε στον καναπέ, έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια κι άρχισε να κλαίει.

Η γυναίκα του πήγε και κάθισε δίπλα του.

«Θέλω ν' αλλάξω, Σωτηρία», είπε τελικά.

«Αλήθεια το λες;»

«Ναι. Το θέλω όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Όμως δεν μπορώ. Κοίτα πώς έχω γίνει. Ένα σκουπίδι είμαι».

«Σσσς... Ηρέμησε. Θα σε βοηθήσω εγώ. Θα έχεις τη στήριξη της οικογένειάς σου πάνω απ' όλα».

Ο Αντώνης την κοίταξε πάλι.

«Και πώς θα γίνει αυτό;»

«Ξέρω έναν πολύ καλό ψυχολόγο που θα σε βοηθήσει. Και επιπλέον, υπάρχει μια κλινική απεξάρτησης απ' το αλκοόλ. Δεν χρειάζεται να μένεις μέσα. Το βράδυ θα κοιμάσαι σπίτι σου. Αρκεί να πάρεις την τελική απόφαση. Θέλεις;»

«Ναι», είπε αποφασισμένος εκείνος. «Θα το κάνω. Όμως είναι πολλά τα έξοδα».

«Μην ανησυχείς. Οι Αμπντουλάχ θα καλύψουν σημαντικό μέρος των εξόδων για την κλινική και για φάρμακα. Μίλησα μαζί τους. Είναι διατεθειμένοι να μας δώσουν όσα χρειαζόμαστε. Λοιπόν; Τι λες; Πότε θα ξεκινήσουμε;»

«Αύριο κιόλας».

«Αύριο;» Τον ρώτησε έκπληκτη.

«Ναι. Όσο το καθυστερώ, χάνω μία ημέρα απ' τη ζωή μου».

Έτσι λοιπόν, την επόμενη κιόλας μέρα, ο Αντώνης, με τη στήριξη της οικογένειάς του και φυσικά των Αμπντουλάχ, ξεκίνησε τη θεραπεία για να κόψει το ποτό και να ξεπεράσει την κατάθλιψη. Θα ήταν μια πολύ δύσκολη και επίπονη διαδικασία, όμως η Σωτηρία ήταν αποφασισμένη να μείνει στο πλευρό του άντρα της μέχρι το τέλος.

Όποιο κι αν ήταν αυτό. Ήξερε τα λάθη του άντρα της, ήξερε ότι την είχε απατήσει στα καταγώγια όπου πήγαινε κι έπινε. Το Λαύριο ήταν μια κλειστή κοινωνία και τα κουτσομπολιά μαθεύονταν γρήγορα. Όμως του είχε συγχωρέσει τα πάντα και ήταν έτοιμη για μια νέα αρχή. 

Χαμένα ΌνειραWhere stories live. Discover now