Το λεωφορείο σταματά ένα τετράγωνο πιο κάτω από το σπίτι μου και εγώ κατεβαίνω με το ζόρι τα σκαλάκια.
Με τον σάκο στον ώμο προχωράω προς τη κατεύθυνση του σπιτιού και ρίχνω τα ακουστικά μου να πέσουν στον λαιμό μου.
Είμαι υπερβολικά κουρασμένη για να σκεφτώ το οτιδήποτε γι'αυτό και δεν προσέχω ένα χαρτί που έρχεται καταπάνω μου.
Τι στο..;
Το τραβάω αηδιασμένη από το πρόσωπό μου και κοιτάω γύρω μου ώστε να δω από που ήρθε. Δεν εκπλήσσομαι όταν βλέπω το χωριό μου άδειο και τα χαριτωμένα μικρά σπιτάκια με τους μεγάλους κήπους κενά.
Τσεκάρω την ώρα και βλέπω πως έχει πάει 16:48. Σίγουρα οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους τώρα.
Γυρνώντας στο χαρτί που έκανε αγκαλίτσα πριν το πρόσωπό μου βλέπω γραμμένα μερικά σύμβολα μέσα.
Ένας ήλιος, ένα σύννεφο και ένα λουλούδι βρίσκονται ζωγραφισμένα πάνω στο χαρτί.
Εμ εντάξει;!
Τσαλακώνω το χαρτί και το χώνω πρόχειρα στη τσέπη μου. Θα ασχοληθούμε άλλη φορά.
Εκτιμώντας την ησυχία συνεχίζω τη μικρή διαδρομή όλο ευθεία και θαυμάζω τις ακτίνες του ήλιου που πέφτουν στους βρεγμένους από τη βροχή δρόμους, δημιουργώντας την αίσθηση της χρυσόσκονης να είναι παντού απλωμένη.
Επιτέλους φτάνω στην άκρη του χωριού, στο μέρος όπου αρχίζει το δάσος και εκεί όπου βρίσκεται το σπίτι μου.
Τη στιγμή που ανοίγω τη μικρή σιδερένια εξώπορτα της αυλής νιώθω μάτια να με κοιτάνε.
Σταματάω τα βήματά μου και το βλέμμα μου τρέχει στο μικρό χωματόδρομο και καταλήγει στο καταπράσινο πυκνό δάσος.
Ακούω θόρυβους και μερικά θαμνάκια μπροστά μπροστά κουνιούνται.
Μμ όχι, δεν συμβαίνει αυτό σε μένα.
Για λίγο σκέφτομαι τις επιλογές μου. Για να δούμε.
Άλφα, μπορώ να συνεχίσω κανονικά το δρομάκι της αυλής μου και σα χαρούμενο κατσικάκι που είμαι να μπω μέσα στο σπιτάκι μου και να ζήσω φυσιολογικά την βαρετή ημέρα μου. Επομένως το τέλος είναι ευχάριστο.
Βήτα, όπως σε κάθε θρίλερ που η πρωταγωνίστρια βλέπει κακό και τρέχει καταπάνω του, έτσι και γω μέσα στη περιέργεια θα τρέξω προς τα εκεί και... μμ βασικά, λογικά θα πεθάνω.
Θα με σκοτώσει όποιος κι αν είναι εκεί, ύστερα θα με κάνει κέικ και θα με μοιράσει στη γειτονιά. Ιχ..
Κάνε Θεέ μου να μη με φάει η απέναντι η Λόντερ σαν κέικ.Αυτή η γυναίκα ποτέ της δεν με συμπάθησε. Δεν εχω ελπίδα να με συμπαθήσει ούτε καν σαν κεικ.
Τώρα που το ανέλυσα καλύτερα, νομίζω θα διαλέξω τη πρώτη επιλογή.
Οι θόρυβοι από το δάσος δυναμώνουν και το μυαλό μου παίρνει μπρος. Σίγουρα τη πρώτη.
Τα δειλά ποδαράκια μου κινούνται γρήγορα και με μεγάλες δρασκελιές περνάω το πέτρινο δρομάκι και τα σκόρπια άπειρα λουλούδια του κήπου ενώ αμέσως μετά βρίσκω τον εαυτό μου να περνάει με φόρα τα σκαλιά.
Ελάχιστα αγχωμένη γλιστράω το κλειδί στο άλλο του μισό και εισχωρώ στο ζεστό σπίτι μου.
Η ανακούφιση με κατακλύζει και πέφτω ολόκληρη στην ξύλινη καφέ πόρτα. Ώρες σαν κι αυτές μου λείπει η Νέα Υόρκη και το ασφαλές διαμέρισμα που είχαμε εκεί.
Μακριά από χαμηλά σπίτια στην άκρη του χωριού -άκα πιο απομονωμένα πεθαίνεις- και περίεργα δάση.
Ξεφυσάω εξαντλημένη και παρατάω τα ακουστικά και τον σάκο μου λίγο πιο πέρα από τα παπούτσια μου.
Λύνω το μακρύ μαλλί μου από τη σφιχτή κοτσίδα που με βασάνιζε και βγάζω τη ζακέτα μου.
Ο καιρός είναι παραδόξως ζεστός οπότε δεν ξαφνιάζομαι όταν δεν βλέπω αναμμένο τζάκι. Προχωράω από το σαλόνι και φτάνω στη κουζίνα διότι οι χώροι είναι ενωμένοι.
Υπάρχει ένα κίτρινο χαρτάκι κολλημένο στον ξύλινο σκουρόχρωμο πάγκο και παίρνω ένα ψηλό σκαμπό ώστε να κάτσω.
"Ο Χάνσελ πήγε στον κολλητό του και γω έφυγα νωρίς για τη δουλειά. Έχει μακαρόνια στο ψυγείο. Σ'αγαπώ
-Γκρέτελ"Γελάω καθώς διαβάζω τα ονόματα των αδερφών μου. Ποτέ δεν θα τα συνηθίσω, ακόμα κι αν έχω ζήσει μαζί τους 17 χρόνια.
Από όσο μου έχουν πει, η μαμά λάτρευε αυτό το παιδικό. Εξού και τα ονόματά τους. Φαίνεται εγώ ήμουν η παραφωνία της οικογένειας.
Χάνσελ, Γκρέτα και Εστέλλα. Καμία σχέση.
Αποφασίζω να μη κάψω το σπίτι στη προσπάθεια μου να ζεστάνω τα μακαρόνια και έχει να λέει πάλι η Λόντερ οπότε αρπάζω ένα κουλούρι με σουσάμι από το καλαθάκι μπροστά μου.
Σέρνω τα πόδια μου ως τον καφέ-μπορντό δερμάτινο καναπέ και σκάω επάνω του με δύναμη. Απλώνω τα πόδια μου στο τραπεζάκι απέναντι από τον καναπέ και στρέφω το βλέμμα μου στη μπαλκονόπορτα.
Στενεύω τα μάτια μου γιατί μόλις πριν ένα δευτερόλεπτο θα ορκιζόμουν ότι είδα ένα κεφάλι να κουνιέται κατα 'κει.
Ήμουν έτοιμη να πλησιάσω το τζάμι αλλά το χτύπημα που προήλθε από τη πόρτα του σπιτιού δεν με άφησε.
Περίεργη και με το κουλούρι στο στόμα πήγα να ανοίξω τη πόρτα.
▪︎
Νέο κεφαλαιάκι γιευυ
YOU ARE READING
Τρέχοντας στο Χάος
Paranormal"Τον είχα ξαναδεί και ήμουν σίγουρη. Απλώς δεν ήξερα πως και γιατί" Ακόμη θυμάμαι εκείνο το βράδυ που έτρεξα μέσα στο δάσος. Αν γυρνούσα πίσω δεν θα το είχα κάνει ποτέ. Θα καθόμουν στο κρεβατάκι μου αγκαλιά με την κουβέρτα. Αλλά είχα μπει στον χορό...