"ΜΑΝΑ"

26 1 2
                                    

Της Μάνας μου το κράτημα, πνοή κι ανάσα πρώτη.

Το βλέμμα της λευκό πανί, ιδρώτα να σκουπίζει.

Του τρύγου τ΄αποκάματα τα πόδια μου κλωτσούσαν.

Το μέλλον μου πως θα΄λαζα ήθελε να ελπίζει.


Κι οι αραμπάδες δίπλα μας τη σκόνη ξεσηκώναν,

μα ένας δεν σταμάταγε το χρόνο να μικρύνει.

Το στόμα μου εστέγνωσε και το νερό σωνόταν,

μα η μάνα πως κατάφερνε τον κόσμο να ομορφύνει;


Μέσα σου κρύβεις Παναγιά και το θεριό συνάμα.

Την πέτρα θα την έστυβες κι ας έσφιγγες τα δόντια.

Γιατί ζωή δεν είχαμε αν κάναμε ξωπίσω,

δυο δράμια χθεσινό ψωμί και δύο τρία ρόδια.

ΤΟΥ ΜΟΛΥΒΙΟΥ Ο ΚΑΜΜΑΤΟΣWhere stories live. Discover now