Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ

21 1 0
                                    

Του Κωσταντή του έλαχε να είναι ο μεγάλος.

Ζευγάς δέκα χρονών κι απ'τά εννιά πατέρας.

Με δυο πολέμων την καπνιά στα μάγουλα μουτζούρα,

να ψάχνει τα κουράγια του στο τέλος της ημέρας.

Απ΄το πελέκι πιο κοντό το μπόι του σας λέω

και τους λυγμούς του έπνιγε τα χέρια του σα σκάζαν.

Γιατί τα ξύλα έπρεπε, να κόψει, να ντανιάσει,

κι ας του μυαλού του οι φωνές, ανάθεμα φωνάζαν.

Κι αν το παιγνίδι του λειπε, δε τόλμαγε να παίξει.

Κι αν το τραγούδι ήθελε, μήτε να τραγουδήσει.

Γιατί ο φόβος στοίχειωνε την ορφανή ψυχή του,

αγαπημένο πρόσωπο η μοίρα μη στερήσει. 

ΤΟΥ ΜΟΛΥΒΙΟΥ Ο ΚΑΜΜΑΤΟΣWhere stories live. Discover now