2

45 4 0
                                    

    Την επόμενη κιόλας μέρα, αποφάσισε να πάει να την ξαναδεί. Τον είχε μαγέψει τόσο η ομορφιά της. Δεν την ήξερε, αλλά ήθελε να την μάθει. Αυτό που είχε νιώσει εκείνη την στιγμή που την αντίκρυσε, δεν το είχε ξανανιώσει. «Λες να είναι η μία;» σκεφτόταν όλη την ώρα. Το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Την σκεφτόταν συνέχεια. Επανέφερε κάθε τόσο στο μυαλό του αυτό που είχε αντικρίσει νωρίτερα εκείνο το απόγευμα. Ενώ γενικά δεν του άρεσαν οι ξανθιές, αυτή τον είχε ελκύσει. Ίσως γι' αυτό να αισθανόταν κι έτσι. Επειδή ήταν κάτι διαφορετικό από αυτά που είχε συνηθίσει, αυτά που κυνηγούσε τόσο καιρό.
    Ξύπνησε ήδη νωρίτερα από την ώρα που θα χτυπούσε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκε, πλύθηκε και ετοίμασε το πρωινό του. Δημητριακά με γάλα, όπως συνήθως. Ύστερα, πήγε μπροστά από την ντουλάπα του και έψαχνε τι θα βάλει. Έπρεπε να βρει κάτι που θα τον κολάκευε, κάτι όχι πολύ απλό και κάτι που να την κάνει να τον κοιτάξει. Μετά από αρκετή σκέψη και απόρριψη μερικών «απλών» κατά την γνώμη του επιλογών, αποφάσισε να βάλει ένα παντελόνι στο χρώμα της ωχράς, ένα άσπρο πουκάμισο και ένα μωβ προς μελιτζανί πουλοβεράκι. Από κάτω μαύρα αθλητικά παπούτσια. Έπλυνε τα δόντια του, περιποιήθηκε με τζελ τα μαλλιά του, βρήκε και τα γυαλιά ηλίου του και έφυγε από το σπίτι. Μαζί πήρε και το σακίδιό του, μπλε με καφέ λουριά.
    Φτάνοντας έξω από την βιβλιοθήκη, έβγαλε το κινητό του και τσέκαρε ακόμη μία φορά την εμφάνισή του. Ήθελε να είναι όλα τέλεια επάνω του, όταν θα την έβλεπε πάλι. Αφού λοιπόν βεβαιώθηκε και για αυτό, μπήκε μέσα, τοποθετώντας τα γυαλιά του στο κεφάλι.
Μπαίνοντας, είδε τις κύριες της υποδοχής να μιλάνε, μερικούς ανθρώπους να ψάχνουν και ένας κύριος μελετούσε τις εφημερίδες. Και να και αυτή. Αυτή η αιθέρια ύπαρξη. Η ξανθιά ηλιαχτίδα που φώτιζε το δωμάτιο. Ήταν στον τομέα με την ξενόγλωσση λογοτεχνία και τοποθετούσε μερικά βιβλία από ένα καρότσι πίσω στα ράφια τους. Σκέφτηκε ότι αν πήγαινε και έψαχνε κάτι εκεί, θα μπορούσε να βρει ευκαιρία να της μιλήσει. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, κατευθύνθηκε στον ακριβώς από πίσω διάδρομο από αυτήν και έκανε ότι έψαχνε κάτι, παρατηρώντας την παράλληλα πίσω από τα βιβλία τι έκανε και που βρισκόταν.
    Αφού τακτοποίησε μερικά ακόμη βιβλία, η μυστηριώδης ξανθιά ύπαρξη της οποίας δεν είχε καταφέρει να μάθει ακόμα το όνομα, ήρθε στον διάδρομο που βρισκόταν ο Άρης. Αυτός κόμπλαρε, την κοίταξε και απλά χαμογέλασε. Συνέχισε να κάνει ότι ψάχνει κάτι. «Πρέπει να της πιάσω κουβέντα» σκέφτηκε «αλλά πώς;» Πάνω που τον βασάνιζε αυτή η σκέψη, άκουσε από πίσω του μια φωνή
«Ψάχνετε κάτι; Μήπως μπορώ να βοηθήσω;» Η μυστήρια κοπέλα είχε σταματήσει να τοποθετεί βιβλία και τον κοιτούσε με κάτι καλοσυνάτο στο βλέμμα της. Η φωνή της ήταν ακόμη πιο μαγική απ' όσο την περίμενε. Μόλις συνειδητοποίησε ότι ήταν αυτή που του μίλησε, κόντεψε να λιποθυμήσει από την χαρά του. «Τα δευτερόλεπτα περνάνε» σκέφτηκε «πρέπει να βρεις κάτι να απαντήσεις. Τώρα είναι η ευκαιρία σου».
«Ψάχνω το νέο βιβλίο του Dan Brown» καταφέρνει να της πει τελικά.
«Α, είναι πολύ εύκολο να το βρεις» του απαντάει αυτή με χαμόγελο. «Τα βιβλία εδώ είναι ταξιθετημένα αλφαβητικά με βάση το επίθετο. Εδώ είμαστε στο E, το B είναι στον πίσω διάδρομο. Θα το βρεις εκεί».
«Ευχαριστώ πολύ...» κοιτάει το καρτελάκι της «Μαργαρίτα».
«Μαργαρίτα» σκέφτηκε «ωραίο όνομα. Ανοιξιάτικο. Και της ταιριάζει απόλυτα, αφού μόλις την γνώρισε έφερε την άνοιξη στην ζωή του».
«Και εσύ είσαι ο;» τον ρώτησε αυτή.
«Άρης, χάρηκα». Της προτάσσει το χέρι του για χειραψία.
Αυτή ανταποκρίνεται.
«Δουλεύεις εδώ, Μαργαρίτα;»
«Ναι. Σπουδάζω φιλολογία δίπλα στο πανεπιστήμιο και βοηθάω εθελοντικά στην βιβλιοθήκη».
«Α πολύ ωραία».
«Εσύ τι σπουδάζεις;»
«Εγώ είμαι στο φυσικό, αλλά έρχομαι κάποιες φορές εδώ, είτε για βιβλία για εργασία, είτε για κάποιο λογοτεχνικό, όπως τώρα».
«Α, μπράβο. Είναι πολύ καλή επιλογή πάντως το βιβλίο που ψάχνεις. Το συστήνω ανεπιφύλακτα».
«Θα το διαβάσω σίγουρα τότε».
Κοίταξε το καρότσι με τα βιβλία. «Πρέπει να συνεχίσω την ταξινόμηση. Χάρηκα που σε γνώρισα».
«Και εγώ. Θα τα πούμε».
    Η τελευταία φράση έμεινε στον αέρα αφού η Μαργαρίτα είχε ήδη πάει στον επόμενο διάδρομο. Ο Άρης σκέφτηκε να πάει να βρει εκείνο το βιβλίο που της είπε, αφού υποτίθεται ότι για αυτό είχε έρθει εκεί. Περπατούσε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του, λίγο ανεξήγητο.
«Μαργαρίτα. Μαργαρίτα». Το όνομα αυτό περνούσε συνέχεια από το μυαλό του. «Τι ωραίο όνομα. Της ταιριάζει».
    Αφού βρήκε το βιβλίο εκεί ακριβώς όπου του είχε πει, «βοηθητική» σκέφτηκε. Ύστερα, κατευθύνθηκε στην υποδοχή για να το δανειστεί. Όσο διέσχιζε τους διαδρόμους προς την υποδοχή, είχε καρφωμένα τα μάτια του πάνω της. Την παρατηρούσε πόσο όμορφη ήταν, με πόση αγάπη τοποθετούσε τα βιβλία στα ράφια. «Νοιαζόταν αρκετά για αυτά. Θα είναι βιβλιοφάγος σίγουρα» σκέφτηκε. «Πρέπει να κάνω κάτι να την εντυπωσιάσω. Να μπω στον χώρο της και να κερδίσω το ενδιαφέρον της». Όλα αυτά περνούσαν από το μυαλό του, όσο περίμενε την υπάλληλο να επιβεβαιώσει τον δανεισμό. Τελικά, του το δίνει και αυτός φεύγει, ρίχνοντας μια τελευταία μάτια σε αυτήν. Την Μαργαρίτα!

Αναζητώντας την αγάπηWhere stories live. Discover now