6

24 3 0
                                    

Την επόμενη μέρα, ο Άρης είχε πολλές ώρες μάθημα. Επομένως, δεν θα τα κατάφερνε να πάει στη βιβλιοθήκη να δω την αγαπημένη του. Τον στεναχωρούσε ιδιαίτερα αυτό το γεγονός, γιατί αν και την είχε δει χθες, ήδη αισθανόταν να του λείπει. Όμως, για να απαλύνει λίγο τον πόνο του, σκεφτόταν πως ίσως πήγαινε αύριο ή μπορεί να κατάφερνε να πήγαινε τελικά σήμερα. Θα το προσπαθούσε αν και δύσκολο. Αρκετά δύσκολο.
Έτσι λοιπόν, ξύπνησε έφαγε και ετοιμάστηκε για να πάει στο μάθημα του. Πήρε το λεωφορείο έξω απ' το σπίτι του και πήγε στη σχολή του. Εκεί, συνάντησε τους φίλους του, τον Στέλιο και τον Γιάννη. Ο Στέλιος ήταν ένα ψηλό παιδί, σχετικά εύσωμο, με ιδιαίτερη προσωπικότητα. Είχε έντονο χαρακτήρα και πάντα προσπαθούσε να επιβάλλει τις απόψεις και τα πιστεύω του στους άλλους. Αντίθετα, ο Γιάννης ήταν ένα παιδί πιο ήπιων, χαμηλότερων τόνων. Αυτοί οι δύο μεταξύ τους δεν ταίριαζαν καθόλου, ούτε εμφανισιακά ούτε ως προς το χαρακτήρα, αλλά έκαναν τρομερή παρέα. Και σ' αυτούς είχε κολλήσει και ο Άρης. Πολλές φορές, μάλιστα, συναντιόντουσαν όλοι μαζί σε ένα κεντρικό σημείο και ανέβαιναν στο πανεπιστήμιο παρέα.
Το πρώτο μάθημα που είχε ο Άρης ήταν ένα εύκολο και του άρεσε αρκετά. Ήταν πάνω στην κβαντική φυσική. Ήταν μεν λίγο θεωρητικό, αλλά ο καθηγητής το έκανε με αρκετά παραστατικό τρόπο και ενθάρρυνε τους μαθητές του να τον παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν. Ήταν από τα αγαπημένα του μαθήματα εκείνο το εξάμηνο, όπως συνήθιζε να λέει. Από την άλλη, το δεύτερο μάθημα που είχε εκείνη τη μέρα ήταν πάνω στην μηχανική. Ήταν απίστευτα θεωρητικό και σε ένα βαθμό, ίσως, κουραστικό. Είναι πολύ πιθανό να έφταιγε και το γεγονός ότι είχαν κι άλλο μάθημα πριν και είχαν ήδη κουραστεί. Γι' αυτό, να του φαινόταν κι αυτό έτσι. Η καλύτερη ώρα, όμως, της ημέρας, όπως τόνιζε όλη την ώρα ο Στέλιος ήταν η 1 ώρα διάλειμμα ανάμεσα στα δύο μαθήματα κατά την οποία πήγαιναν να φάνε μεσημεριανό. Ο Στέλιος ήταν λάτρης του φαγητού, και μάλιστα του καλού φαγητού. Ήταν ικανός να θυσιάσει τα πάντα στο βωμό ενός γεύματος. Και το πρώτο το οποίο είχε θυσιάσει εδώ και κάποια χρόνια ήταν το σώμα του. Δίνοντας πανελλαδικές και μπαίνοντας στο πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, ο Στέλιος ήταν ένα παιδί γυμνασμένο. Όμως, από κει και πέρα άρχισε να αποκτά μία διακριτική κοιλίτσα αφού έτρωγε τα πάντα χωρίς να τον νοιάζουν οι θερμίδες.
Αφού, λοιπόν τελείωσαν από το πρώτο μάθημα και είχαν εκείνο το κενό, αποφάσισαν να πάνε να φάνε το μεσημεριανό τους. Άλλωστε, και οι τρεις τους πεινούσαν αρκετά, καθώς είχαν φάει μόνο πρωινό όταν έφυγαν το πρωί από τα σπίτια τους.
«Ελπίζω να έχει κάτι ωραίο σήμερα» είπε ο Στέλιος πιάνοντας την κοιλιά του.
«Ναι, γιατί αν έχει φακές δεν θα τις φας; Θα δυσκολευτείς;» του απάντησε ο Γιάννης γελώντας.
«Ξεκάθαρα θα τις φάω. Αλλά αλλιώς απολαμβάνεις μια μπριζόλα και αλλιώς ένα πιάτο φακές».
«Εμένα μ' αρέσουν οι φακές» είπε και ο Άρης.
«Εσύ δεν πας καλά καιρό. Το ξέρουμε αυτό» του απάντησε ο Γιάννης.
«Το ξέρω» του ανταποκρίθηκε και αυτός.
Καθώς βάδιζαν προς το εστιατόριο, το μάτι του Άρη γύρισε ξαφνικά προς τα αριστερά. Κάτι του είχε τραβήξει την προσοχή τυχαία προς τα εκεί. Γυρνώντας, βλέπει την Μαργαρίτα να περπατάει με μία φίλη της. Αρχικά χαμογέλασε, για αυτή την τυχαία συνάντηση οποία του είχε ευφράνει την καρδιά, και στη συνέχεια άρχισε να την παρατηρεί. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι και μια γαλάζια μπλούζα, σχεδόν κολλητή, που ταίριαζε απίστευτα με τα ξανθά μαλλιά της. Ήθελε να δει που θα πήγαινε και γι' αυτό έκανε ότι του λύθηκε το κορδόνι και σταμάτησε να το δέσει. Η Μαργαρίτα με τη φίλη της πήγαν στη στάση και περίμεναν να έρθει το λεωφορείο για να φύγουν. Την παρατηρούσε πόσο ωραίο και γλυκό ήταν το πρόσωπό της όταν μιλούσε και γελούσε στην φίλη της. Τελικά, ο Γιάννης και ο Στέλιος τον φώναξαν
«Άντε, τι κάνεις τόση ώρα;»
«Τώρα, έρχομαι». Ο Άρης αναγκάστηκε, τελικά, να φύγει και να εγκαταλείψει την αγαπημένη του, πριν καν μάθει που θα πήγαινε. Λογικά, θα πήγαινε σπίτι της, αλλά δεν ήταν και σίγουρος.
Μαζί με τους φίλους του, μπήκαν στο εστιατόριο και πήραν να φάνε. Είχε μπριζόλα με πατάτες στο φούρνο! Ο Άρης, φυσικά, σκεφτόταν όλη την ώρα την τυχαία συνάντηση του με την Μαργαρίτα. Αυτό που το 'χε κάνει περισσότερη εντύπωση ήταν ότι ήταν η πρώτη φορά που την συναντούσε και εκτός του χώρου της, την βιβλιοθήκη. Τον είχε κατενθουσιάσει αυτό το τυχαίο. Το σκεφτόταν όλη την υπόλοιπη μέρα και απλά χαμογελούσε. Άρχισε να το βλέπει πως είναι σημάδι της μοίρας και του σύμπαντος που ήθελε να του πει κάτι σχετικά με αυτήν. «Ίσως να είναι η μία» έλεγε πάλι από μέσα του όσο έτρωγε.

Αναζητώντας την αγάπηWhere stories live. Discover now