~If you're gonna be TWO-FACED atleast make one of them pretty~
Η ώρα ήταν 22:00 είχε ετοιμάσει τις βαλίτσες της και περίμενε τον Νίκο, την είχε πάρει τηλέφωνο νωρίτερα για να βγούνε για φαγητό και έπειτα να την συνοδεύσει στο αεροδρόμιο, η πτήση της ήταν στις 01:00. Ήταν πολύ καλοί φίλοι και παλιότερα είχαν μια μικρή ερωτική περιπέτεια.
Τον Νίκο Γεωργιάδη τον γνώρισε όταν ακόμη ήταν στη σχολή, σπούδαζαν μαζί, ψηλός, γύρο στο 1,90, γυμνασμένος με ελάχιστα τατουάζ τότε, μελαχρινός, με κάστανα σκούρα μάτια, με λίγες τρίχες στο πιγούνι του, ήταν μικρά παιδιά, από τη πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν κόλλησαν σαν παρέα, ότι τρελές έκανε αυτός ακολουθούσε, μοιράστηκαν άπειρες στιγμές γέλιου και εμπειρίες που τους ωρίμασαν, βασικά αυτόν γιατί η ίδια έχει ακόμη ψυχή μικρού παιδιού και τις τρελές της δεν τις σταμάτησε ποτέ.
Η ίδια είχε επιλέξει να κάνει καριέρα σαν ναυτικός κάτι που ο Νίκος δεν ήθελε για τον ίδιο και εκεί για λίγο χρονικό διάστημα οι δρόμοι τους χώρισαν, μα ποτέ δεν έχασαν επικοινωνία, αυτή ήξερε τα πάντα για αυτόν και αυτός σχεδόν τα πάντα για την ίδια. Όταν πριν 2 χρόνια η Έμμα έπαθε ένα σοβαρό άτυχη που της κόστισε την καριέρα της, αυτός ήταν διπλά της και πλέον στα ηνία της ναυτιλιακής εταιρείας που ανήκε στον πατέρα του, της πρόσφερε μια θέση στην εταιρία του, μια θέση που εκείνη δέχτηκε υπό έναν όρο, να ξεκινήσει από χαμηλά. Με τη σκληρή δουλειά της και το πείσμα της έφτασε εδώ που είναι σήμερα και κέρδισε την πλήρη εμπιστοσύνη του Νίκου.
Μόλις άκουσε τον ήχο της κόρνας από το αμάξι του, άρπαξε τις βαλίτσες της και κατέβηκε να τον βρεί. Πήρε τις βαλίτσες της και τις έβαλες στο πορτμπαγκάζ, ενώ η ίδια άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και μπήκε μέσα στο αμάξι. Στη διαδρομή μέχρι το εστιατόριο, το οποίο ήταν κοντά στο αεροδρόμιο, δεν είπε ούτε μια λέξη, ήταν θυμωμένη και αγχωμένη ταυτόχρονα που θα πήγεναι πάλι σε αυτή τη πόλη. Μόλις έφτασαν στο εστιατόριο, πάρκαρε το αμάξι, βγήκαν έξω και η Έμμα τον ακολούθησε μέχρι το τραπέζι τους. Μόλις έκατσαν ο σερβιτόρος τους πλησίασε και τους έδωσε δύο καταλόγους, μόνο όταν παρήγγειλε το φαγητό της μίλησες. Όταν ο σερβιτόρος έφυγε με τις παραγγελίες τους αυτή γύρισε το κεφάλι της, να κοιτάει κάπου αλλού εκτός από τον Νίκο.
<<Έτσι θα είσαι μέχρι να μπείς στο αεροπλάνο;>> γύρισε τον κοίταξε και ξανά έστριψε το βλέμμα της αλλού
<<Σε μια εβδομάδα το πολύ θα έρθω και εγώ μην αγχώνεσαι>>
<<Δεν αγχώνομαι Νίκο και δεν με νοιάζει εάν θα έρθεις ή όχι, το ίδιο είναι για μένα>> σηκώθηκε και πήγε να κάτσει δίπλα της, ακούμπησε τους ώμους της και την γύρισε να τον κοιτάει
<<Μπορείς να μου πείς γιατί έχεις τόσο μεγάλο θέμα να πας στο Λας Βέγκας, άλλοι θα πετούσαν από τη χαρά τους Έμμα>> τότε τον κοίταξε και ξεφύσιξε, δεν μπορούσε να θυμώσει μαζί του γιατί ποτέ δεν του εξήγησε γιατί δεν ήθελε να πάει, και ούτε μπορούσε να του πεί.
<<Αχ Νίκο! Δεν μου αρέσει σαν πόλη γι' αυτό δεν θέλω να πάω>> χαμογέλασε και την αγκάλιασε
<<Θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ και θα σου δείξω πόσο ωραία είναι αυτή η πόλη>> απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του και τότε ήρθε και το φαγητό τους
<<Ας φάμε γιατί πεθαίνω τις πείνας και να με πας στο αεροδρόμιο να μπω στο σκατο- αεροπλάνο να τελειώνουμε. Ένας γαμημένος μήνας είναι άλλωστε>>
<<Έμμα!>> Γύρισε τον κοίταξε με απορία και εκείνος γέλασε, έτσι ήταν η Έμμα έβριζε, μιλούσε χυδαία κάποιες φορές, μα πάντα έλεγε την αλήθεια. Έτσι πίστευε
Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, πλήρωσαν και ξεκίνησαν προς για το αεροδρόμιο. Κάνανε τσεκ ιν, περάσανε από έλεγχο, και όταν ήρθε η ώρα να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο την χαιρέτησε με μια ζεστή αγκαλιά και της ψηθίρισε πως θα έρθει να τη βρεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Καθ' όλη την πτήση ήταν αρκετά νευρική, δεν μπόρεσε να κλείσει τα μάτια της για να ξεκουραστεί ούτε 5 λεπτά, το μόνο που έκανε είναι να ζητάει να της γεμίζουν το ποτήρι με τεκίλα κάθε τρείς και λίγο.
Στο αεροδρόμιο του Λας Βέγκας την περίμεναν δύο άντρες, ήταν οι σωματοφύλακες της, τους έβαλε ο Νίκος για να μην φοβάται να κυκλοφορήσει. Όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο ήταν τελείως λιώμα, μόλις είδε τους δύο τύπους να κρατάνε ταμπέλα με το όνομα της χαμογέλασε,
<<Διπλή απόλαυση>> είπε σε μια κυρία δίπλα της κοιτώντας τους δύο άντρες. Τους πλησίασε και άρπαξε τον ένα από τους δύο και το φίλησε, καθώς το χέρι της χάιδευε τον καβάλο του. Την έσπρωξε από πάνω του μόλις κατάλαβε τι έκανε
<<Οο! Έλα τώρα μην μου χαλάς τη χαρά>> του είπε
<<Μμμ καλός είσαι και εσύ>> είπε μόλις το βλέμμα της έπεσε στον αλλον, που στεκόταν λίγο πιο πίσω. Τον πλησίασε και έκανε κίνηση να τον φιλήσει, μα την πρόλαβε και την κράτησε σε απόσταση απέναντι του
<<Είμαι ο Τζον και από εδώ ο Άντριου, είμαστε οι σωματοφύλακες σας. Ο κύριος Νίκος μας προσέλαβε για να μην φοβάστε και να έχετε μια πιο ευχάριστη διαμονή>> τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, δεν πίστευε αυτό που άκουγε.
<<Τι μαλακίες είναι αυτές; Πιστεύεις ότι χρειάζομαι σωματοφύλακα σε αυτή τη σκατο-πόλη; ΧΑ!>> Απώθησε το άγγιγμα του Τζον και έκανε ένα βήμα πιο πίσω.
<<Μου είστε άχρηστοι και οι δύο>> τους φώναξε και άρχισε να περπατάει μόνη της προς τη έξοδο, παραπατώντας. Ο Τζον έκανε νόημα στον Άντριου να πάει να πάρει τις βαλίτσες της, ενώ ο ίδιος την ακολούθησε. Είχε καταλάβει ότι ήταν λιώμα δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει μόνη της δεν ήξερε καν πως να πάει στο ξενοδοχείο της.
Την άρπαξε από το χέρι και τη γύρισε να τον κοιτάει
<<Δεν έχετε να πάτε πουθενά μόνη σας, είστε μεθυσμένη δεν θα μπορέσετε να πάτε πουθενά>> του χτύπησε τα χέρια και γύρισε να φύγει πάλι. Έτρεξε πίσω της ξανά, μα αυτή τη φορά δεν της έδωσε περιθώρια να τον ακολουθήσει με την δική της βούληση. Την άρπαξε και την πέταξε σαν σακί στον ώμο.
<<Άσε με κάτω ρε μαλακά>> του φώναζε και τον χτυπούσε ταυτόχρονα. Όταν φτάσαν στο αμάξι ο Άντριου τους περίμενε, την έβαλε στα πίσω καθίσματα και έκατσε δίπλα της. Η διαδρομή για το ξενοδοχείο ήταν αρκετά μεγάλη. Στην αρχή φώναζε και τους έβριζε, αργότερα όμως κουράστηκε να προσπαθεί και την πήρε ο ύπνος, άλλωστε είχε να κοιμηθεί αρκετές ώρες.
Όταν άνοιξε τα μάτια της βρισκόταν στο κρεβάτι του δωματίου της, ο Νίκος είχε φροντίσει να της κλείσει μια σουίτα σε ένα ξενοδοχείο κοντά στην εταιρεία, έξω ήταν βράδυ όταν κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε 01:00 έφτασε απόγευμα και πλέον είχε βραδιάσει κοιμόταν αρκετές ώρες. Σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο η θέα ήταν υπέροχη, έπιασε τη τσάντα της να βρει τα τσιγάρα της. Άναψε ένα και χάζεψε λίγο τη θέα. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που την είδε για τελευταία φορά. Μόλις τελείωσε τον τσιγάρο της, μπήκε έκανε ένα γρήγορο ντουζ και άνοιξε τη βαλίτσα της να ετοιμαστεί για να βγει μια βόλτα στους δρόμους του Λας Βέγκας.
Έβαλε κάποια ρούχα σε ένα σακίδιο πήρε τα τσιγάρα της και το κινητό της και πλησίασε την πόρτα. Θυμόταν πως ο Νίκος είχε βάλει 2 σωματοφύλακες να την προσέχουν, έπρεπε να τους αποφύγει για να μπορέσει ανενόχλητη να δει κάποιους παλιούς φίλους της. Ανοίξει την πόρτα και τους έκανε νόημα να την ακολουθήσουν. Κατέβηκε στο μπαρ του ξενοδοχείου και ζήτησε ένα ποτό να πιεί. Αφού ήπιε το ποτό της τους είπε να την περιμένουν για να πάει ένα λεπτό στη τουαλέτα.
Όταν έκλεισε την πόρτα και σιγουρέυτηκε πως ήταν μόνη της, άνοιξε το σακίδιο της και έβγαλε από μέσα τα ρούχα. Άλλαξε σε ένα κοντό μαύρο μπλουζάκι και ένα κολλητό μαύρο παντελόνι και ένα ζευγάρι μαύρες γόβες, έβαλε μια μαύρη κοντή περούκα, φακούς επαφής για να αλλάξει το χρώμα των ματιών της και πρόσθεσε την τελευταία πινελιά στην μεταμφίεση της, κόκκινο κραγιόν. Κάθε φορά που βαφόταν ήταν τελείως διαφορετικός άνθρωπος, έτσι μπορούσε άνετα να ξεγελάσει τους μπράβους της.
Έκρυψε τον σάκο σε μια από τις τουαλέτες και άνοιξε την πόρτα, ευχόταν να μην την καταλάβουν, καθώς περνούσε από μπροστά τους, την κοίταξαν μα όταν βγήκε από το μπαρ δεν τη ακολούθησαν, κατάφερε να τους ξεγελάσει. Βγαίνοντας από το ξενοδοχείο, πήρε τον δρόμο για ένα από τα αγαπημένα της κλαμπ ήξερε πως εκεί θα τους βρεί.
Όταν έφτασε στο κλαμπ χαιρέτισε τους δύο μπράβους και μπήκε μέσα στο μαγαζί, δεν χρειαζόταν να περιμένει στη σειρά όπως οι υπόλοιποι, πλησίασε το μπαρ παρήγγειλε το ποτό της και άρχισα να αναζητά τους φίλους της. Από τη πρώτη στιγμή που μπήκε μέσα στο κλαμπ ένας μελαχρινός άντρας την παρακολουθούσε από τα κάγκελα του επάνου ορόφου. Όταν την έχασε μέσα στο πλήθος, έφυγε και πλησίασε το ασανσέρ, το οποίο οδηγούσε στο διαμέρισμα του αφεντικού του, ακούμπησε μια κάρτα και οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν.
Μπήκε μέσα και πάτησε το κουμπί για τον τελευταίο όροφο. Όταν έφτασε και οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν είδε μια γυναικεία φιγούρα να στέκεται στο παράθυρο, πλάτη προς αυτόν. Σήκωσε το όπλο του και άρχισε να πλησιάζει σιγά σιγά την γυναίκα, της φώναξε να γυρίσει. Μόλις την αντίκρυσε το όπλο έπεσε από τα χέρια του
<<Ήρθες>> αναφώνησε έκπληκτος
<<Καλώς σε βρήκα>>
BINABASA MO ANG
Η Κρυμμένη
Mystery / ThrillerΟμορφιά, ευστροφία, λεφτά και θυληκότητα, συνδιασμός επικίνδυνος ειδικά όταν αυτή η γυναίκα δεν υπάρχει. Πολλοί ξέρουν το όνομα της, ελάχιστοι την έχουν δεί μα κανένας δεν ξέρει ποια είναι και δεν μπορεί να τη βρεί. Κάθε προσπάθεια καταλήγει στο ίδι...