Καμμιά φορά φοβάμαι τη Μοίρα!

48 7 11
                                    

Καμιά φορά, όταν περπατώ στο δρόμο κι η Νύχτα ξεκουράζεται στον Ουρανό, χάνομαι στα φώτα!

Στα φώτα των δρόμων, αλλά και στα φώτα των σπιτιών. Βρίσκω μια μαγεία στη πολυπλοκότητα της στιγμής. Την ώρα που εγώ προχωρώ βήμα το βήμα, άλλα φώτα είναι ανοιχτά, άλλα σβηστά.

Ιστορίες παίζονται, πίσω από τις κλειστές πόρτες, σκηνές διαδραματίζονται. Κάθε μια σε φόντο διαφορετικό, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Μα όλες ανθρώπινες! Όλες την ίδια στιγμή.

Καμιά φορά ζηλεύω τη Ζωή!

Έχει τόση έμπνευση πάντα! Αστείρευτη η δημιουργικότητα Της.

Ένα λεπτό. Εξήντα δευτερόλεπτα κι όμως καταφέρνει να γράψει δισεκατομμύρια ιστορίες. Κάθε μια διαφορετική.

Κι η άτιμη, σε κάθε μια χωράει άλλα συναισθήματα, άλλες κουβέντες, άλλες περιστάσεις.

Ίσως και να 'ναι λογικό. Έχει και φίλους κι εχθρούς που 'ναι σπουδαίοι.

Θέλω να πω, η Μέρα, η Νύχτα, είναι φίλοι της αδερφικοί και συνεργάτες αιώνιοι. Ο Θάνατος, μπορεί να είναι εχθρός, μα είναι κι αυτός σπουδαίος.

Και βλέπει τόσα κάθε μέρα. Άλλα τα γεννά, άλλα τα κάνει από γινάτι κι άλλα τα μελετά η Μοίρα.

Καμμιά φορά φοβάμαι τη Μοίρα!

Ποτέ μου δεν κατάφερα να τη ψυχολογήσω.

Άλλες φορές νιώθω πως αγαπά την Ύπαρξη. Άλλες νομίζω πως τη ζηλεύει. Γι' αυτό το "ανάθεμα" το κάνει τρανταχτό. Γιατί το βουτά στον πόνο της και σε ότι έχει απωθημένο.

Δεν είναι η κακιά στην ιστορία αυτή. Είναι παρεξηγημένη, πονεμένη!

Την καταλαβαίνω. Δεμένη από τον Χρόνο, μπροστά σε έναν αργαλειό, όλοι να ζουν κι Εκείνη να υφαίνει. Με μια κλωστή που δεν τελειώνει.

Να βλέπεις τη Ζωή και να μη τη χαίρεσαι...

Γι' αυτό κι είναι απρόβλεπτη. Γιατί είναι μέρες που βαστάει το πεπρωμένο Της, μα άλλες δεν το αντέχει η ψυχή της. Θέλει να λυθεί...

Να ζήσει...

Καμιά φορά σκέφτομαι τη Nύχτα!

Πόσα αντικρίζει! Χαίρεται άραγε με τις χαρές; Λυπάται με τις λύπες; Τι να σκέφτεται για τη Ζωή; Τι να πιστεύει για τη Μοίρα; Άραγε μιλούν με το Φεγγάρι, τα αστέρια; Ή μένουν όλοι θεατές;

Θέλω να πω... ο Χρόνος, είναι αδυσώπητος. Κι αν τους κρατά φυλακισμένους εκεί ψηλά; Καταδικασμένους να βλέπουν χωρίς να αντιδρούν;

Λες όταν βρέχει τα βράδια, να 'ναι τα δάκρυα της Νύχτας για όσα βλέπει να συμβαίνουν;

Λες όταν το Φεγγάρι δεν είναι ολόγιομο, να 'ναι επειδή χάνει τον εαυτό του με όσα αντικρίζει;

Κι όταν τα αστέρια σβήνουνε, να'ναι επειδή δεν αντέχουν άλλο πια;

Πόσα είναι γύρω μας, πάνω μας, κάτω; Κι εμείς νομίζουμε πως ζωή, είναι μόνο όταν γελάς, όταν ξεγλιστράς τα όμορφα στην οθόνη του υπολογιστή.

Η Ζωή ποτέ, δε θα χωρέσει πουθενά. Πάντα αγέρωχη, αδέσποτη, θα βρίσκει περιπέτειες να ζήσει. Πάντα θα απολαμβάνει τοπία κι όνειρα, γεύσεις και αρώματα, θα αναπνέει ελεύθερη, γοητευτική, μοιραία!

Και πάντα η Μοίρα θα τη φθονεί κι όσο μπορεί θα βασανίζει τα παιδιά Της. Γιατί την ίδια, δε μπορεί να την αγγίξει, να τη νικήσει.

Την Ζωή, την ερωτεύτηκε ο Χρόνος. Την έβαλε βασίλισσα στο θρόνο Του!

Γι' αυτό όλοι γονατίζουμε μπροστά στο μεγαλείο Της! Όχι από υποταγή, αλλά...

Από σεβασμό!

Από δέος!

Που κατάφερε να φυλακίσει τον Χρόνο σε ένα συναίσθημα και να του δώσει Αγάπη!

Καληνύχτα!

Κι αν απόψε, σε πιάσουν αυπνίες, μέτρα πόσους έσωσε η Ζωή, από τα νύχια της Μοίρας.

Κι έτσι θα μάθεις τα φιλιά που της έδωσε ο Χρόνος. Σε κάθε φίλημα, σταμάτησε το βήμα στη γραμμή Του!

Σε αυτές τις στιγμές νίκησε η Ζωή!








Της Νύχτας ΣκέψειςWhere stories live. Discover now