1.

202 13 2
                                    

Η ιστορία αυτή είναι fanfiction των 5sos.

Tα part όπως θα δείτε είναι μικρά σε έκταση. 

Θα ήθελα να μου σχολιάσετε και να το προτείνεται και σε άλλους αν σας αρέσει. 

                                   Την πρώτη μέρα νόμιζα πως η ζωή μου είχε τελειώσει

Ήταν ακόμη νωρίς όταν χτύπησε η πόρτα της τάξης. Ή μήπως ήταν πολύ αργά;

Η πόρτα άνοιξε και ο κύριος Lewis έκανε την εμφάνισή του στην αίθουσα. Μαζί με εκείνον στην αίθουσα μπήκε ο παγωμένος αέρας. Στάθηκε εκεί, μαζεμένος στο καβούκι του όπως πάντα και φαινόταν αγχομένος για κάτι.

Έτριψε τις παλάμες του μεταξύ τους, όπως έκανε κάθε φορά που επρόκειτο να μιλήσει μπροστά σε πολύ κόσμο. Αν ήταν καρτούν, σίγουρα θα είχε ιδρώσει και τα ρούχα του θα έσταζαν από τον ιδρώτα. « Συ-συγγνώμη για τη διακο-κοπή,» ψέλλισε τραυλίζοντας.

Πολλοί γέλασαν, αν και ήξεραν πως είχε πρόβλημα με τον λόγο. Ο καθηγητής της ιστορίας, ο κύριος Black, τον παρότρεινε να συνεχίσει. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στην αίθουσα και σταμάτησε πάνω μου. Για κάποιο λόγο ένιωσα ένα τσίμπημα στην καρδιά μου.

«Δεσ-σποινίς Green ακολουθήστε με παρακ-καλώ.»

Έσμιξα τα φρύδια μου παραξενεμένη, καθώς όλα τα βλέμματα τώρα ήταν στραμμένα πάνω μου. Σηκώθηκα από το θρανίο ξέροντας πως δεν θα ξαναγύριζα. Πώς;

Απλώς το ένιωσα.

Το ασθενοφόρο ήταν σταματημένο μπροστά από το σπίτι. Έτρεξα προς την πόρτα του σπιτιού που ήταν ανοιχτή με την καρδιά μου να χτυπά πιο δυνατά από ποτέ, σκουντουφλώντας πάνω σε γείτονες και γιατρούς(;). Ανέβηκα τρέχοντας στη σκάλα.

«Μαμά!» ούρλιαξα και ο αδερφός μου με εμπόδισε από το να μπω στο δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα. «Άσε με!» φώναξα και άρχισα να τον χτυπάω. «Μαμά!» φώναξα δυνατά και πλέον τα μάτια μου είχαν θολώσει εντελώς από τα δάκρυα.

Η καρδιά μου χτυπούσε ανεξέλεγκτα και το σώμα μου έτρεμε. «Θέλω να τη δω!» απαίτησα χτυπώντας την πόρτα.

Ο Armin με σήκωσε από τα πόδια μου απομακρύνοντάς με από την πόρτα. «Red σταμάτα,» ψέλλισε εκείνος με φωνή που έτρεμε και με έκλεισε στην αγκαλιά του. «Όλα θα πάνε καλά,» ψιθύρησε χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου.

Η πόρτα άνοιξε και οι γιατροί έβγαλαν έξω το φορείο. Τότε την είδα. Ήταν ξαπλωμένη, χλωμή. Φαινόταν ξεκούραστη, σαν να κοιμόταν, όμως κάθε στοιχείο ζωής είχε εξαφανιστεί από τη μορφή της. «Μαμά;» ψιθύρησα αδύναμα και τα δάκρυα ξαφνικά γίνονταν περισσότερα και περισσότερα. Ένιωσα τα πάντα να γυρίζουν και άρχισα να απομακρύνομαι ζαλισμένη.

Δεν μπορεί να είναι αλήθεια.

«Red,» άκουσα τον αδερφό μου, μα η φωνή του φαινόταν μακρινή.

Ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν μπορούσα. Η φωνή μου είχε γίνει ένας κόμπος κάπου στο λαρύγγι μου. Τα γόνατά μου άρχισαν να λυγίζουν, το σώμα μου με πρόδιδε και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι τον αδερφό μου να φωνάζει το όνομά μου.

Σχολιάστε μου πως σας φάνηκε.

Vote, Comment, Share.

Ανάλογα με τη συμμετοχή θα δω πότε θα ανεβάσω.

xxxx

Halfway to HeavenWhere stories live. Discover now