Tη δέκατη μέρα ήθελα να εξαφανιστώ.
«Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε ο μπαμπάς όταν μπήκαμε στο σπίτι.
Ήταν μικρότερο από αυτό που είχαμε πριν. Το σαλόνι και η κουζίνα αποτελούσαν έναν εννιαίο χώρο. Η σκάλα κοντά στο σαλόνι ήταν ξύλινη και οδηγούσε στις μικρές κρεβατοκάμαρες.
Το δωμάτιό μου ήταν βαμμένο σε πράσινο χρώμα και τα έπιπλα ήταν ξύλινα. Το παράθυρο δίπλα από τη βιβλιοθήκη μου έβλεπε στο δρόμο. Το κρεβάτι μου ήταν διπλό με πράσινες χνουδωτές κουβέρτες.
Ο Armin άφησε το σακίδιό μου στο μικρό γραφείο.
«Είναι όμορφο,» έγραψα και ο πατέρας μου χαμογέλασε. «Θέλω να μείνω μόνη.»
Ο αδερφός μου κοίταξε τον μπαμπά, ο οποίος συμφώνησε να φύγουν. Κλείδωσα την πόρτα και έκλεισα τα μάτια μου. Προσπάθησα να μην κλάψω όμως ήταν μάταιο. Έβγαλα τις πυτζάμες μου από την ντουλάπα και αποφάσισα να βγω από το δωμάτιο.
Ο Armin ανέβαινε τη σκαλά. «Θα μπω στο μπάνιο.»
Χαμογέλασε μαλακά και μπήκσε στο δωμάτιό του. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως η κατάσταση ήταν δύσκολη, όχι μόνο για μένα αλλά και για εκείνους. Ο μπαμπάς έχασε τη γυναίκα που αγαπούσε και ο Armin έχασε και εκείνος τη μαμά.
Κλειδώθηκα στο μπάνιο, επαναλαμβάνοντας στο μυαλό μου πόσο ηλίθια είμαι.
Το νερό έκαιγε το δέρμα μου, κάνοντας το σώμα μου να χαλαρώσει.Τα δάκρυα είχαν γίνει ένα με το νερό, αν και η γεύση τους ξεχώριζε ελάχιστα. Άρχισα να πιέζω το σφουγγάρι στο δέρμα μου, τρίβωντάς το με μίσος. Ήθελα να εξαφανιστώ. Έτριβα με δύναμη την επιφάνεια του χεριού μου ευχόμενη να ήμουν ζωγραφισμένη σε ένα χαρτί, ώστε να μπορούσα να με σβήσω.
Πέταξα το σφουγάρι στον τοίχο και βούλιαξα μέσα στην μπανιέρα. Έκλεισα τα μάτια μου και επιτέλους δεν άκουγα τίποτα. Όταν το οξυγόνο είχε πλέον τέλειωσει σκέφτηκα να μείνω εκεί. Ήθελα να μείνω εκεί. Όμως θα τους άφηνα μόνους και αυτό θα ήταν εγωιστικό. Βγήκα από το νερό παίρνοντας βαθιές ανάσες.
Όταν βγήκα από την μπανιέρα, πρόσεξα πως το χέρι μου είχε ματώσει. Τύλιξα την πληγή και ντύθηκα. Αφού στέγνωσα τα μαλλιά μου, επέστρεψα στο δωμάτιό μου.
__________________
Η πόρτα χτύπησε. «Σου έφερα βραδινό.»
Ήμασταν μόνοι σπίτι με τον Armin. Ο μπαμπάς είχε πάει τον θείο στο αεροδρόμιο για την Βενετία. Είχε έρθει για την κηδεία και έμεινε για λίγες μέρες.
«Το αφήνω εδώ,» ψέλλισε καθώς το ακούμπησε στο γραφείο. Όταν έφτασε στην πόρτα, δίστασε. «Ρεντ, ξέρ πως σου είναι δύσκολο, όμως σε παρακαλώ τουλάχιστον προσπάθησε,» είπε παρακλητικά πριν φύγει.
Κοίταξα το πιάτο με το φαγητό και έπειτα το φεγγάρι που έλαμπε από το παράθυρο. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και ξάπλωσα στο μαλακό κρεβάτι κλαίγοντας, μέρχι που τα βλέφαρά μου άρχισαν να βαραίνουν.
Σχολιάστε μου.
Μην ξεχνάτε το The Whisperer και το Σκοτεινό Μονοπάτι.
Μέσα στην εβδομάδα θα ανεβάσω Truth Or Dare.
YOU ARE READING
Halfway to Heaven
FanfictionΈνα τηλεφώνημα αλλάζει ολοκληρωτικά τη ζωή της Red. Όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει, όταν στον δρόμο της εμφανίζεται ο Luke. Copyright © 2015 Όλα τα δικαιώματα διατηρούνται.