2.

121 13 0
                                    

    Την πέμπτη μέρα ευχόμουν να μην είχα ξυπνήσει.

Οι τοίχοι του δωματίου ήταν βαμμένοι σε ένα λευκό χρώμα που με έπνιγε. Το δωμάτιο ήταν ζεστό χάρη στο κλιματιστηκό, όμως τα χέρια μου ήταν παγωμένα. Ήξερα πως τα μάτια μου ήταν πρησμένα, αφού έκλαιγα απ' όταν ξύπνησα και κατάλαβα πως ήταν αλήθεια. 

Είχε φύγει στ' αλήθεια.

Το φως που έμπαινε από το παράθυρο με ενοχλούσε, όμως ο γιατρός επέμενε πως δεν έπρεπε να κλείσω την κουρτίνα. Έφερα το καλωδιομένο χέρι μου στο μέτωπό μου και μισόκλεισα τα μάτια μου κοιτάζοντας έξω. Η πόρτα άνοιξε και ο Armin μπήκε στο δωμάτιο. 

Τον κοίταξα. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους και ήταν κόκκινα, ενώ τα ρούχα που φορούσε ήταν μαύρα. Μου χαμογέλασε κουρασμένα. «Είχα πάει να μαζέψω τα πράγματα από το σπίτι, όταν μου τηλεφώνησαν πως ξύπνησες.»

Κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να μην κλάψω. Ο γιατρός έκανε την εμφάνισή του στο δωμάτιο. «Πώς είσαι;» με ρώτησε.

Ανασήκωσα τους ώμους μου και κοίταξα έξω, τον ουρανό έχοντας συνηθίσει λίγο το φως. Ήταν γαλάζιος, γεμάτος αισιοδοξία. Τον μίσησα για αυτό.

«Πονάς πουθενά;»

Για άλλη μια φορά ανασήκωσα τους ώμους. Δεν μπορούσα να του απαντήσω έτσι και αλλιώς. Και ούτε ήθελα να το κάνω. «Red,» ψέλλισε ο αδερφός μου και έπιασε το παγωμένο χέρι μου στο δικό του που ήταν εξαιρετικά ζεστό. «Κρυώνεις;»

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Ο γιατρός είπε πως για λίγο καιρό δε θα μπορείς να μιλήσεις, εξαιτίας του σοκ που υπέστης,» ψιθήρισε τις τελευταίες λέξεις,

«Θα σας αφήσω μόνους,» είπε ο γιατρός. «Πέρασε από το γραφείο μου μετά, θέλω να συζητήσουμε κάτι.»

Ο αδερφός μου συμφώνησε. Χάιδεψε το χέρι μου, όμως συνέχιζα να μην κοιτάζω στο μέρος του. «Ξέρω πως είναι δύσκολο,» ψιθήρισε με φωνή που έτρεμε. «Όμως είμαι εδώ Red. Δεν θα σε αφήσω μόνη. Ποτέ.»

Δάγκωσα το χείλος μου προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ο Armin έψαξε κάτι στο σακίδιο που είχε φέρει μαζί του. Γύρισα να τον κοιτάξω. Κρατούσε ένα λευκό πινακάκι. «Σου αγόρασα αυτό,» χαμογέλασε μελαγχολικά. «Μέχρι ο μπαμπάς να φτιάξει το κινητό σου. Θα ενσωματώσει ρομποτική φωνή. Θα πληκτρολογείς ό,τι θέλεις και η φωνή θα μιλάει για σένα.»

Κατένευσα και πήρα το πινακάκι από τα χέρια του. Εκείνος με ξαναρώτησε πως νιώθω. Αναστέναξα και άρχισα να γράφω. Του το έδωσα και γύρισα την πλάτη μου, ξαπλώνοντας στο μαξιλάρι.

«Εύχομαι να μην είχα ξυπνήσει,» διάβασε άχρωμα και αναστέναξε βαθιά. Χάιδεψε τα μαλλιά μου και με φίλησε εκεί. «Σ' αγαπώ Red.»

Η πόρτα άνοιξε και έκλεισε ξανά. Δάγκωσα τα χείλη μου συνειδητοποιώντας πως ήμουν ξανά μόνη. Πλέον, έκλαιγα.

Ελπίζω να σας αρέσει. 

Περιμένω τα σχόλιά σας.

Halfway to HeavenWhere stories live. Discover now