Την δέκατη όγδοη μέρα μου είπαν πως έπρεπε να προχωρήσω.
Η ψυχολόγος έκλεισε την πόρτα και κάθισε στο μεγάλο γραφείο χαμογελώντας μου. Δεν άργησε να ξεκινήσει τις ατελείωτες ερωτήσεις της. Δεν απάντησα σε καμία. Δεν ήθελα να μιλήσω για αυτό. Δεν μπορούσα απλώς να το σβήσω από την μνήμη μου. Δεν ήθελα να βρίσκομαι εκεί μέσα.
Κοιτούσα το χώρο που ήταν βαμμένος σε ένα απαλό ροδακινί χρώμα. Τα λιγοστά έπιπλα ήταν μαύρα ενώ πολύχρωμοι πίνακες στόλιζαν τους τοίχους. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ όμως ήταν πόσο ήθελα να φύγω από εκείνο το μέρος.
«Ρεντ.» Η φωνή της με επανέφερε στην πραγματικότητα. «Θέλω να σε βοηθήσω, όμως για να γίνει αυτό χρειάζομαι και τη δική σου βοήθεια.»
Με κοιτούσε σταθερά, με το βλέμμα της καρφωμένο στο δικό μου σαν να μην είχε τίποτα να φοβηθεί, τίποτα να κρύψει. Ένιωσα τις άκρες των ματιών μου να γεμίζουν δάκρυα. Κάλυψα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου και βγήκα από το γραφείο.
***
Καθόμουν στην πλέον άδεια αίθουσα αναμονής με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα και αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο. Η ψυχολόγος αποχαιρέτησε το αγόρι με τα σχιστά μάτια και με κοίταξε. «Δεν ήρθαν να σε πάρουν ακόμη;» με ρώτησε.
-Δεν τηλεφώνησα.
Άφησα το κινητό μου στο τραπεζάκι και μάζεψα τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου. Εκείνη χαμογέλασε αχνά και με πλησίασε. Κάθισε στην άκρη του ξύλινου τραπεζιού που βρισκόταν μπροστά μου και περίμενε να μιλήσω. Όταν κατάλαβε πως δεν θα το έκανα, μίλησε εκείνη: «Ωραία, ας υποθέσουμε πως είμαι η Cara. Θέλω να μου πεις τι νιώθεις.»
Για λίγο σκεφτόμουν αν ήθελα να της πω. Όχι μόνο στην ψυχολόγο αλλά και στην πραγματική Cara. Τελικά αποφάσισα πως ίσως να βοηθούσε στ' αλήθεια αν μιλούσα σε κάποιον. Δάγκωσα το χείλος μου και άρχισα να πληκτρολογώ.
-Ο μπαμπάς ήταν εκείνος που τη βρήκε στο δωμάτιο. Μου τηλεφώνησε στο σχολείο. Όταν την είδα..ήταν απαίσιο. Δεν θυμάμαι πολλά. Μόνο το άψυχο σώμα της ξαπλωμένο στο φορείο. Φαινόταν ήρεμη, γαλήνια. Ξύπνησα στο νοσοκομείο. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. Μπορεί να φανταστεί πως θα ένιωθε όμως ο πόνος είναι στιγμιαίος. Δεν μπορεί να το καταλάβει αν δεν το ζήσει και χαίρομαι για αυτό. Δεν χρειάζεται να το νιώσουν. Ποτέ. Είναι σαν τίποτα να μην έχει σημασία πια. Δεν έχω όρεξη, δεν θέλω να με ενδιαφέρει τίποτα. Το μόνο που αισθάνομαι είναι ένα τεράστιο κενό.
Ακόμη και αν η φωνή ήταν άψυχη, δεν κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Έκλαιγα, ξανά. Η ψυχολόγος με κοίταξε σαν να είχε καταλάβει πολλά περισσότερα από όσα της είχα πει. Είχε καταλάβει πολλά περισσότερα από όσα της είχα πει. Αυτή ήταν η δουλειά της άλλωστε. «Ο πόνος που νιώθεις είναι απολύτως φυσιολογικός,» είπε. «Και δεν πρέπει να το κρατάς μέσα σου. Δεν μπορώ να σου πω πως θα περάσει, γιατί πάντα θα πονάει η απώλεια της μητέρας σου. Όμως με τον καιρό δεν θα το σκέφτεσαι συνέχεια, θα μάθεις να ζεις με αυτό.»
Σηκώθηκε και μου χαμογέλασε. «Πρέπει να προχωρήσεις στη ζωή σου Ρεντ. Το να μένεις πίσω σε εκείνη τη στιγμή δεν σου κάνει καλό. Αυτό που χρειάζεται να κάνεις είναι μικρά βήματα κάθε μέρα.»
Θα παρακαλούσα να σχολιάζετε.
Δεν ξέρω πότε θα ανεβάσω επόμενο. Μάλλον μέσα στο Δεκέμβρη.
YOU ARE READING
Halfway to Heaven
FanfictionΈνα τηλεφώνημα αλλάζει ολοκληρωτικά τη ζωή της Red. Όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει, όταν στον δρόμο της εμφανίζεται ο Luke. Copyright © 2015 Όλα τα δικαιώματα διατηρούνται.