Μέρες περνούσαν και η Φαίη είχε φτάσει κοντά στο να του τηλεφωνήσει άλλα το μετάνιωνε γιατί σκεφτόταν πως θα τον ενοχλούσε. Τις πρώτες μέρες ο Αλέξης καθόταν στο δωμάτιο του χωρίς να μιλά πολύ με τους γονείς του, η όποιον άλλο τύχαινε να του μιλήσει. Βέβαια όσο περνούσαν οι μέρες και δεν λάμβανε καμιά κλήση από την κοπέλα που είχε ξοδέψει τόσες μέρες να σκέφτεται, το χαμόγελο του έσβηνε.
Ένιωσε μια ανακούφιση όταν έμαθε ότι επιτέλους η κατάληψη τέλειωσε και θα άνοιγε σχολή. Ήταν η πρώτη φόρα που στα δυο χρόνια που σπούδαζε που δεν έβλεπε την ώρα να πάει εκεί. Αντιθέτως η Φαίη ένιωθε να επιστρέφει ένα βάρος μέσα της στην ιδέα ότι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει ξανά τις ανασφάλειες της, πηγαίνοντας εκεί και περνώντας ώρες μόνη της περικυκλωμένη από αγόρια και κορίτσια που ήταν το άλλο άκρο του χαρακτήρα της.
«Φεύγω.» φώναξε ο Αλέξης για να ειδοποιήσει όποιον ήταν στο σπίτι.
Ανέβηκε στη μηχανή του και έφυγε για τη σχολή όσο πιο νωρίς γινόταν. Έφτασε εκεί, κατευθύνθηκε προς το συνηθισμένο μέρος που καθόταν εκείνη και την περίμενε αγωνιωδώς να έρθει. Η κοπέλα αργούσε να εμφανιστεί και έτσι ο Αλέξης αποφάσισε να κάνει μια βόλτα γύρω από τη σχολή μήπως και πέσει πάνω της αφού η τύχη φαινόταν να είναι με το μέρος του.
Μπαίνοντας μέσα στο κτήριο, αφηρημένος όπως ήταν κοιτάζοντας γύρω του έπεσε πάνω σε κάποιον. Όταν κοίταξε κάτω για να δει ποιον είχε χτυπήσει έτοιμος να απολογηθεί είδε μια γνώριμη φιγούρα.
«Βρε βρε ο Αλέξης...» ακούστηκε μια γνωστή φωνή.
«Γειά σου Μαρκέλλα...» απάντησε το αγόρι, χωρίς να έχει καμία όρεξη να συναναστραφεί μαζί της.
«Χάθηκες.» είπε εκείνη φλερτάροντας .
«Είμαι απασχολημένος και βιάζομαι» της είπε και έκανε να φύγει αλλά εκείνη μπήκε μπροστά του.
«Όχι, όχι δεν γλυτώνεις τόσο εύκολα από εμένα, μου έλειψες... Θέλω να βγούμε μαζί όπως παλιά.» τα μάτια της τον κοίταζαν πεινασμένα και προσπαθούσε να τον διαβάσει.
Ο Αλέξης όμως δεν άκουσε τι του έλεγε, βασικά είχε σταματήσει να την παρακολουθεί από τη στιγμή που το βλέμμα του έπεσε πάνω στη Φαίη που μόλις είχε μπει στο κτήριο και κατευθυνόταν προς το μέρος του αλλά χωρίς να τον έχει δει.
«Σου μιλάω! Που κοιτάς;» είπε η Μαρκέλλα και σταύρωσε τα χέρι της μπροστά στο στήθος της. Ακόμα στεκόταν μπροστά του αν και εκείνος είχε ξεχάσει την παρουσία της, και τη παρουσία οποιουδήποτε άλλου στο χώρο από τη στιγμή που την είδε.
YOU ARE READING
Το Τελευταίο Γράμμα - The Last Letter
RomanceΔυο νέοι κλεισμένοι στον εαυτό τους, η μοίρα θα τους φέρει κοντά και η σχέση τους θα δοκιμαστεί από τις αποκαλύψεις του παρελθόντος, θα είναι όμως η φιλία τους και η αγάπη που νιώθει ο ένας για τον άλλο αρκετή ώστε να τους κάνει να ξεπεράσουν τις δυ...