Κεφάλαιο 3ο

15 3 0
                                    


Ανέβηκε πάνω στο σπίτι και έπεσε στον καναπέ κεραυνοχτυπημένη από τα γεγονότα της ημέρας και δεν μπορούσε να σκεφτεί κανονικά. Το ίδιο συνέβη και στον Αλέξη που μόλις έφτασε σπίτι του, ανέβηκε επάνω στο δωμάτιο του και έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι του με μονή σκέψη εκείνη.

Το βλέμμα της, το χαμόγελο της, το άρωμα της. Αυτή η κοπέλα του έχε φέρει στην επιφάνεια συναισθήματα που για χρόνια είχε θάψει. Τον έκανε να νιώθει αμήχανα, τον έκανε πιο ευαίσθητο, πιο χαμογελαστό. Το στομάχι του ήταν γεμάτο φτερουγίσματα από τις πεταλούδες που ένιωθε, δεν ήταν λοιπόν αυτό που ένιωθε ένας απλός ενθουσιασμός άλλα έρωτας. Και μάλλον ο έρωτας του είχε χτυπήσει την πόρτα για πρώτη φόρα αφού πότε πριν δεν είχε αισθανθεί έτσι.

Έχοντας αυτά στο μυαλό του αποκοιμήθηκε και ξύπνησε 2 ώρες αργότερα από τον χτύπο του κινητού του. Σήκωσε το τηλέφωνο μισοκοιμισμένος και δεν είδε ποιος τον καλούσε.

«Ναι;» είπε τρίβοντας το μάτι του με το ελεύθερο χέρι του.

«Αλέξη; Γεια η Φαίη είμαι... μήπως σε ενοχλώ;» στο άκουσμα της φωνής και του ονόματος της πετάχτηκε όρθιος.

«Όχι, όχι φυσικά και όχι! Έγινε κάτι;» τη ρώτησε

«εμ... όχι άπλα ήθελα να σε ρωτήσω αν ήθελες να περάσουμε μαζί το βράδυ, μιας και δεν ξέρω κανέναν άλλον εδώ;» ακουγόταν πολύ αμήχανη και όντως από την άλλη μεριά του τηλέφωνου η Φαίη ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει από ντροπή. Για άλλη μια φόρα εξέπληττε τον εαυτό της με αυτό που έκανε.

«Ναι ναι! Θες να δούμε καμιά ταινία μιας και θα βρέξει απ'οτι φαίνεται;» την ρώτησε εκείνος ενθουσιασμένος

« Έγινε! έλα σπίτι μου.» αποκρίθηκε η κοπέλα και κλείνοντας το τηλέφωνο εκείνη έπεσε στον καναπέ ανακουφισμένη ενω εκείνος μη μπορώντας να συγκρατήσει τη χαρά του, άρχισε να τρέχει γύρω γύρω μέσα στο δωμάτιο.

Μισή ώρα αργότερα ήταν έτοιμος να φύγει. Όταν κατέβηκε κάτω βρήκε τη μαμά του στην κουζίνα και από τη χαρά του έτρεξε προς το μέρος της και την αγκάλιασε σηκώνοντας την από το πάτωμα, κάτι που την έκανε να γελάσει.

«Προς τι τόση χαρά; Έχω να σε δω έτσι από παιδάκι.» είπε η γυναίκα με μάτια που έλαμπαν

«Τίποτα τίποτα.» της είπε και της δώσε ένα φιλί, «φεύγω» είπε ο Αλέξης και φόρεσε το μπουφάν του.

« Να προσέχεις και πες της ευχαριστώ!» του είπε με χαμόγελο λες και ήξερε ότι η τόση ξαφνική χαρά του γιου της ήταν χάρη σε μια κοπέλα. Με αυτά τα λόγια τον έκανε να κοκκινήσει αλλά δεν είπε τίποτα. Αποφάσισε να πάρει το αμάξι του και να πάει αυτή τη φόρα και στη διαδρομή πέρασε να πάρει πίτσα και ένα μπουκάλι κρασί.

Το Τελευταίο Γράμμα - The Last LetterOnde histórias criam vida. Descubra agora