Κεφάλαιο 5

30 7 0
                                    

Η μέρα της κύλησε σε γοργούς ρυθμούς να προσπαθεί να συγκεντρωθεί στην δουλειά της. Χτύπησε αρκετές φορές στις γωνίες του μαγαζιού της και μπέρδεψε τις παραγγελίες με αποτέλεσμα να κάνει τις διπλές διαδρομές. Όταν έφτασε στα όρια της από την κούραση, κλείδωσε το μαγαζί αφήνοντας τις περιττές εκκρεμότητες για την επόμενη μέρα και έφυγε για το σπίτι της.

Αποφάσισε να περπατήσει για να αποφορτιστεί από την ένταση της μέρας και την κούραση που ένοιωθε να την σπρώχνει προς το πεζοδρόμιο. Το μυαλό της, της έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ένας άγνωστος είχε τόση επιρροή πάνω της. Ήθελε απεγνωσμένα να τον δει ξανά και να του ζητήσει τον λόγο που εξαφανίστηκε με αυτόν τον τρόπο σαν κλέφτης. Να τον κατηγορήσει για τον εκνευρισμό που της προκαλούσε.

Με την άκρη του ματιού της είδε στην βιτρίνα ένα άσπρο καλοκαιρινό φόρεμα. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην επιθυμία της για να ξεσπάσει σε ψώνια και μπήκε μέσα. Πέντε λεπτά αργότερα χαμογελούσε ευχαριστημένη με την επιλογή της και έτρεξε σχεδόν μέχρι το σπίτι της. Δεν είχε πολλή ώρα στην διάθεσή της για να ετοιμαστεί.

Μπήκε κάτω από το καυτό νερό και σιγοτραγουδώντας, και έβγαλε από πάνω της όλη την κούραση. Έβαλε τις κρέμες της και στέγνωσε τα μαλλιά της με ευλάβεια. Πήρε την μασιά που είχε για μπούκλες και με προσεκτικές κινήσεις έδωσε στα μαλλιά της μια κυματιστή όψη. Έβαλε λίγη λακ και τοποθέτησε μια κορδέλα στο χρώμα του σάπιου μήλου. Την μετακίνησε αρκετές φορές μέχρι να σταθεί όπως την ήθελε.

Κάθισε στο μπουντουάρ της και άρχισε να περιποιείται το πρόσωπό της. Είχε πολύ καιρό να το κάνει αυτό, να δώσει χρόνο στην γυναικεία της πλευρά. Μετά από λίγη ώρα ήταν όρθια μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη της ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα. Έβαλε δύο σταγόνες από το άρωμά της και ήταν έτοιμη να φύγει.

Κοίταξε για μια στιγμή το μηχανάκι της, αλλά το βραδάκι την καλούσε να το απολαύσει. Χώθηκε στα στενά της πόλης και βρέθηκε μπροστά από το σπίτι της φίλης της. Χτύπησε το κουδούνι και άκουσε από μέσα την κελαηδιστή φωνή της Δάφνης να την υποδέχεται.

«Ηλεκτράκι μου, τι κούκλα που είσαι! Για να σε δω», της είπε και την ανάγκασε να κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό της. «Καις καρδιές. Έλα μέσα», άνοιξε διάπλατα την πόρτα για να περάσει.

Το σπίτι της Δάφνης δεν ήταν μεγάλο, όμως είχε μια ζεστασιά που πουθενά αλλού δεν είχε νοιώσει. Της έκανε νόημα να πάει προς το σαλόνι και της ψιθύρισε πως επιστρέφει σε ένα λεπτό.

Κάποιος σαν εσένα...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora