♤Κεφάλαιο 4ο

13 3 1
                                    

Ο ηλιος ήταν μια αγκαλιά ανάμεσα στο κίτρινο και το κόκκινο,λιωμένο το ένα πάνω στο άλλο.Οι μεγάλες της βλεφαρίδες δημιουργούσαν μικρά κυκλικά πορτοκαλί διαμαντάκια στο πάνω όριο της όρασης της.Το χέρι της έσπευσε να την προστατέψει αναγκάζοντας μια χοντρή ακτίνα του ηλίου να εξαπλωθεί στην παλάμη της,και να ταξιδεψει στις σχισμές του χεριου της σαν κυλιόμενο ποταμι.Οι υπολοιπες σταματούσαν την πορεία τους στα φύλλα των δέντρων,ή συνέχιζαν να ψάχνουν μανιασμένα αλλο θύμα για να διαπερασουν.

Ο καταρακτης αδιαζε την δικια του αγκαλια με δροσερο κρυσταλλινο νερο στον ποταμο.Παρατειρουσε τον ηχο που εκανε το νερο που ορμουσε στο ποταμι και επειτα κατασταλαζε σαυτο, αντανακλοντας τα κόκκινα και ροζ χρώματα του ηλιου,προσπαθώντας να τα αντιγράψει στον διάφανο καμβά του.Η ροή είχε ηρεμήσει καθώς το απόγευμα κόντευε να τελειώσει.Προσπαθούσε να επικεντρωθεί στον αντικατοπτρισμό της αλλά συνέχιζε να εστιάζει στην εικόνα των πετρών κάτω απο το χοντρό γυάλινο φέρετρό τους.Πρόσεξε τα πρώην πολύχρωμα σύννεφα που τρυπόνταν από χρωματιστές ακτίνες,να παραχωρούν την θέση τους σε γκριζα και τον ουρανό να μεταμορφώνεται σε να λιβάδι απο λεβάντες.Κάθησε δίπλα στο τρεχούμενο νερό και τα αυτιά της μπλόκαραν οποιονδήποτε άλλο ήχο εκτος αυτού του ανανεωμένου ύδατος.

Ο ουρανός ολο και σκοτεινιάζε σαν να τραβιεται βιαια αργά μια κουρτινα.Το φώς του φεγγαριού ήταν το μόνο στοιχείο που της θύμιζε οτι ζούσε.Ενα μαύρο κουβούκλιο γύρω της.Τα νερα εναλλαχτηκαν με πολλά σπασμένα μπλε κρυστάλλινα ποτήρια.Τα πιο μικρά θραύσματα έλαμπαν σαν άσπροι και κίτρινοι λίθοι ,φωτίζοντας ελάχιστα τις γκρι πέτρες απο κατω.Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ενώσει με μια νοητή γραμμή τις λευκές κουκκίδες στον ουρανό.Βγήκε κατι σαν μπερδεμενο σύμπλεγμα απο γυαλιστερό μέταλλο. Ο μονος ηχος,το θροισμα του χορταριου και των φυλλων και η αναπνοη της Reneeπου ταξιδευαν με το αερακι.

Έτσι κατάλαβε ότι ήταν ώρα να κοιμηθεί και έκλεισε τα μάτια της.

_____________________________________________________

Μετα απο 4 σεληνες ειχαν φτασει στην Astrata.

"Δυο γυναίκες είναι στις πύλες" Μία βραχνή τραχιά φωνή ακούστηκε από την γέφυρα πάνω στην κεντρική πύλη.

Η Odessa βρίσκοταν πάνω στο άλογο και η Renée κρατώντας το δερμάτινο λουρι στάθηκε δίπλα της.Τα χέρια της υδρωσαν από τον φόβο και γλιστρούσε από το κράτημα τους.Το ματια της ήταν καρφωμένα στο χώμα με τα πετραδάκια και τα πέταλα του αλόγου που αφηναν αποτύπωματα πάνω του.Ενοιωθε αναγούλα και το κεφάλι της γύριζε σαν ανεμοστροβυλος.

Οι δύο βασίλισσεςWhere stories live. Discover now