22 Ιουλίου! Στο άκουσμα της ημερομηνίας αυτής η Ελένη τινάχτηκε. Τα γενέθλια του Λάμπρου, που δεν τα ξεχνούσε ποτέ, φέτος με τόσα στο κεφάλι της ούτε κατάλαβε ότι πλησίαζαν! Δεκαπέντε μέρες ακριβώς πριν από εκείνη είχε έρθει στον κόσμο και περίμενε να συναντηθούν οι καρδιές τους. "Να 'ναι καλά ο Φανούρης", σκέφτηκε. Γύρισε το βλέμμα προς τον άντρα της, που κάθιδρος πια πάλευε να εκτονώσει τον πόνο της ψυχής του στις γεωργικές εργασίες. Του άξιζε μια τόση δα χαρά επιτέλους, και η Ελένη ήξερε ότι ήταν στα δικά της χέρια να του την προσφέρει.
Για τη Λενιώ και το Λάμπρο, από παιδιά, η μέρα των γενεθλίων του σήμαινε κάθε χρόνο την ίδια ιεροτελεστία. Το μικρό αγόρι κρατούσε πάντα κρυφά φυλαγμένο κάτω από το στρώμα του κρεβατιού του το πρώτο χαρτζιλίκι της χρονιάς. Όσες δεκάρες, δηλαδή, ήταν αρκετές για να του εξασφαλίσουν δύο μπάρες σοκολάτας. Στα γενέθλια του, έβγαζε το χαρτζιλίκι απ' την κρυψώνα και, κρατώντας το σφιχτά στην χούφτα, έμπαινε στο μπακάλικο για να το επενδύσει. Λίγο αργότερα, με φόβο μην λιώσει η σοκολάτα απ' την ζέστη έτρεχε να συναντήσει τη φίλη του στο αγαπημένο τους σημείο στη ρεματιά. Συνήθως εκείνη τον περίμενε ήδη, με το πιο γλυκό της χαμόγελο και την πιο ζεστή της αγκαλιά, τα δυο πιο πολύτιμα δώρα που ο Λάμπρος αποζητούσε εκείνη τη μέρα.
Απολάμβαναν, λοιπόν, τα παιδιά τη σοκολάτα τους και, περίπου στα μισά, ο Λάμπρος της έλεγε με την παιδική του αθωότητα:
"Σε 9 χρόνια θα τελειώσω το σχολείο. Σε 13 θα χω γίνει δάσκαλος. Σε 13 χρόνια και έναν μήνα θα ρθω να σε ζητήσω από τον κυρ Γιώργη."
"Σε 7 χρόνια θα τελειώσω το σχολείο. Σε 11 θα είμαι δάσκαλος. Σε 11 χρόνια και δυο μήνες θα σε παντρευτώ."
Και ύστερα ο Λάμπρος έφυγε. Έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Πήγανε τα σχέδια και οι υποσχέσεις στράφι. Και η Λενιώ έβαζε πια μια δική της δεκάρα στην άκρη. Και κάθε 22 του Ιούλη αγόραζε μόνη της πια την σοκολάτα. Και πήγαινε μόνη της στη ρεματιά και έτρωγε αργά αργά την σοκολάτα, μήπως και λίγο της γλύκαινε τον πόνο. "Και τώρα, Λάμπρο;" συλλογιζόταν, "Και τώρα που είσαι πια δάσκαλος, τι;"
Αυτά είχε μείνει να αναπολεί η Ελένη κάτω απ' τον ίσκιο του δέντρου, ώστε ο Φανούρης απόρησε, αφού η κυρά του ποτέ δεν έμενε τόση ώρα άπραγη στο χωράφι. "Όλα καλά, Λενιώ;", της φώναξε και την έβγαλε απ' τις σκέψεις της. "Έρχομαι, Φανούρη", του απάντησε, "αρκετά το καθισιό". Σηκώθηκε, με το μυαλό της κολλημένο στα γενέθλια του Λάμπρου. Ήθελε, επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια και αφού της είχε δωρίσει τα νέα τους χωράφια, να του κάνει και κείνη ένα δώρο, κάτι που να τον βγάλει για λίγο απ' το σκοτάδι των τελευταίων ημερών, που θα του θύμιζε ποιος είναι στα δικά της μάτια. Πού, όμως, θα το έβρισκε αυτό το "κάτι", χωρίς ούτε η ίδια να ξέρει τι είναι; Δυο στροφές χρειάστηκε να πάρει το μυαλό της και η απάντηση ήταν μπροστά της. Ένα μέρος υπήρχε στον κόσμο όπου θα μπορούσε να βρει το κατάλληλο δώρο για το Λάμπρο της.
YOU ARE READING
Δυο Γουλιές Κρασί
FanfictionΚαλοκαίρι του 1966 και μια άκρως σημαδιακή ημερομηνία κινεί τα νήματα για τη συνάντηση δύο ανθρώπων που με μια ειλικρινή συζήτηση αφήνουν πίσω τα παλιά...