Η Λενιώ έκατσε στην πιο μπροστινή θέση του λεωφορείου. Καλά τα είχε σχεδιάσει πάλι η μοίρα, σκεφτόταν. Το καταλάβαινε πια πως μια σταράτη κουβέντα με τον Κωνσταντή ήταν αναγκαία και για τους δύο. Ωστόσο, ακόμα συγκλονισμένη από τη συνάντηση τους τόσο απροσδόκητα, χρειαζόταν όσο περισσότερο αέρα γινόταν για να συνέλθει. Ένιωθε ξαφνικά αδυναμία και κάθε στροφή του λεωφορείου της προκαλούσε τρομερή αναγούλα. Πώς θα έφτανε από την στάση του λεωφορείου στο σπίτι, ένας Θεός ήξερε... Το κρασί και τα έντονα συναισθήματα που είχε μόλις βιώσει την είχαν κάνει τη δουλειά τους. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζε εκείνη...
Η Λενιώ ακόμα δεν ήξερε... Θα μάθαινε μια εβδομάδα αργότερα. Δεν είχε καταλάβει ακόμα ότι το δώρο του Λάμπρου δεν χρειαζόταν πουθενά να το ψάξει.. Μαζί της το είχε ήδη, ήρθαν βόλτα στη Λάρισα και τώρα επέστρεφαν εκεί που ανήκαν. Και μόλις ο Λάμπρος της διάβαζε το πρώτο ποίημα, θα μάθαινε και εκείνος...
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Δυο Γουλιές Κρασί
Hayran KurguΚαλοκαίρι του 1966 και μια άκρως σημαδιακή ημερομηνία κινεί τα νήματα για τη συνάντηση δύο ανθρώπων που με μια ειλικρινή συζήτηση αφήνουν πίσω τα παλιά...