Σκέτο βάσανο του φάνηκε του Λάμπρου το επόμενο πρωί στο σχολείο. Εκείνος, που θα μπορούσε να διδάσκει για ώρες ασταμάτητα, τώρα δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει το μάθημα. Και σαν σχόλασαν τα παιδιά, με το ζόρι κρατήθηκε να μην βγει πρώτος ο ίδιος τρέχοντας από την αίθουσα. Φτερά στα πόδια του έβαλε στο δρόμο για το σπίτι και στάθηκε να την κοιτάζει ξέπνοος, πια, όταν έφτασε, καθώς η Ελένη είχε τηρήσει το λόγο της και τον περίμενε στο στρωμένο τραπέζι πιο όμορφη από ποτέ. Αμάσητο σχεδόν το κατέβαζε το φαγητό από την πείνα και την ανυπομονησία, δυο φορές κόντεψε να πνιγεί και τσιγκλούσε τη Λενιώ που του φαινόταν ότι καθυστερεί. Μόνο όταν εκείνη απείλησε να τον καρφώσει με το πιρούνι λούφαξε και περίμενε με όση υπομονή μπορεί να του χε απομείνει.
Μια ώρα μετά, ο Λάμπρος με τη Λενιώ αγκαλιά περνούσαν την είσοδο του βιβλιοπωλείου. Η Λενιώ παρατήρησε το βλέμμα του. Αυτός ο σχεδόν παιδικός ενθουσιασμός στα μάτια του ήταν ίδιος με τότε που τρύπωνε κρυφά στην κάμαρη της από το παράθυρο για να περάσουν τις νύχτες τους αγκαλιά. Κοντοστάθηκε ο Λάμπρος και η ματιά του περιηγήθηκε σε κάθε μεριά. Αλλά και η Ελένη, πρώτη φορά αντίκριζε τόσα πολλά βιβλία μπροστά της. Εκείνη τη στιγμή τους είδε και ο κυρ Βασίλης, ο καλοσυνάτος γκριζομάλλης βιβλιοπώλης με τα μικρά στρόγγυλα γυαλάκια και φώτισε και το δικό του πρόσωπο. Σηκώθηκε και τους πλησίασε χαρωπός.
"Καλώς το παλικάρι μου!" αναφώνησε και ακούμπησε τον Λάμπρο στον ώμο. Στράφηκε ύστερα προς την Ελένη. "Πρώτη φορά έρχεσαι με συντροφιά. Ποια είναι αυτή η όμορφη;"
"Η γυναίκα μου είναι κυρ Βασίλη, η Ελένη Σταμίρη. Σχεδόν δυο μήνες έχουμε παντρεμένοι."
"Βρε το Λάμπρο... ," αποκρίθηκε ο κυρ Βασίλης φανερά συγκινημένος. "Κάποτε δεν έφτανε να πιάσει τα βιβλία στο τρίτο ράφι, και να τος τώρα, έτοιμος για οικογένεια. Να ζήσετε και να ευτυχίσετε, παιδιά μου. Περάστε, όλο το μαγαζί δικό σας."
Πήρε ο Λάμπρος τη Λενιώ από το χέρι και άρχισαν να τριγυρνάνε μες το βιβλιοπωλείο. Από εδώ τα ιστορικά, από εκεί τα αστυνομικά, πιο κάτω η ποίηση, στο διπλανό διάδρομο τα επιστημονικά, όλα της τα έδειξε. Όταν τελείωσε την ξενάγηση του, την έπιασε από τα χέρια και της είπε:
"Πάω να κοιτάξω για τα βιβλία που με ενδιαφέρουν. Να πας και συ να διαλέξεις ό,τι θέλεις. Από μένα."
Τον κοίταξε μέσα στα μάτια. "Τίποτα δεν θέλω για μένα, Λάμπρο. Μόνο, αν μπορείς, διάλεξε κάτι για την Ασημίνα. Και τη Δρόσω, που τόσο της αρέσει να διαβάζει. Εσύ ξέρεις καλύτερα. Α, και κάτι για τον Σέργιο μας. Θα έρθει το σαββατοκύριακο και θα ζητάει καινούργια παραμύθια. Θα καθίσω να σε περιμένω."
"Κυρ Βασίλη", στράφηκε ο Λάμπρος στο βιβλιοπώλη, "το κορίτσι μου και τα μάτια σου!"
Κάθισε η Ελένη και τον χάζευε να περιεργάζεται τα παιδικά βιβλία. Τα έπιανε και τα ξεφύλλιζε με ευλάβεια και σεβασμό, έπειτα τα τοποθετούσε στη θέση τους με προσοχή. Κόμπος δέθηκε το στομάχι της ξαφνικά. "Για το δικό του παιδί θα αγοράσει άραγε ποτέ βιβλία;" αναρωτήθηκε και ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. Με μιας σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες ανάμεσα στα βιβλία για να αποδιώξει τις αρνητικές σκέψεις. Εξάλλου, η μυρωδιά τους της είχε θυμίσει και τη δική της κρυφή επιθυμία για διάβασμα. Σίμωσε ο κυρ Βασίλης και της έπιασε κουβέντα μέχρι να τελειώσει ο Λάμπρος τη δουλειά του. Είχε να της προτείνει και κάποια καλά βιβλία. Για να την είχε διαλέξει ο Λάμπρος για σύντροφο του, σίγουρα θα είχαν κοινές ευαισθησίες.
Περίπου τρία τέταρτα της ώρας αργότερα, ο Λάμπρος και η Λενιώ στέκονταν μπροστά στο ταμείο του καταστήματος. Δυο βιβλία είχε αρχικά στο νου του ο Λάμπρος να αγοράσει, δυο μικρές στοίβες είχαν στηθεί τώρα μπροστά τους όσο ο κυρ Βασίλης έκανε λογαριασμό. Γύρισε ο Λάμπρος προς τη Λενιώ και κούνησε το κεφάλι με προσποιητή απελπισία:
"Όπως καταλαβαίνετε, κυρία Σταμίρη, άκυρο το αρνάκι και τα γλυκά από τη Βιολέτα την Κυριακή. Την κάναμε ήδη την σκανταλιά μας."
Την Ελένη, όμως, καθόλου δεν την ένοιαζε. Φανταζόταν ήδη τα χαρούμενα βλέμματα των αδερφών και του ανιψιού της όταν θα άνοιγαν τις σακούλες, φανταζόταν ξανά τον εαυτό της να διαβάζει βιβλίο! Αυτό της έφτανε και της περίσσευε.
"Μια χαρά είναι και τα ρεβίθια, κύριε Σεβαστέ! Λουκούμι!", τον καθησύχασε γελαστή.
Αποχαιρέτησαν τον κυρ Βασίλη εγκάρδια με την υπόσχεση να ξαναϊδωθούν σύντομα και φόρτωσαν τα νέα τους αποκτήματα στο αυτοκίνητο. Από κει και έπειτα, όλο το απόγευμα ήταν δικό τους. Έκαναν βόλτα σε όλη την πόλη, αστειεύτηκαν, γέλασαν με την ψυχή τους, ανέπνευσαν επιτέλους ελεύθερα μακριά από έγνοιες και σκοτούρες. Κατέληξαν να απολαμβάνουν γλυκό κρασί και νόστιμους μεζέδες στο καλύτερο μεζεδοπωλείο της πόλης, συντροφιά με μουσική και τραγούδια που ξεσήκωναν όλους τους θαμώνες. Αντίκριζαν, άκουγαν, γεύονταν, άγγιζαν την ευτυχία. Την ευτυχία που τους άξιζε και τόσο είχαν παλέψει γι' αυτήν. Αργότερα επιθύμησαν μια ακόμα βραδινή βόλτα στην πόλη, κι ας ένιωθε η Λενιώ κάπως μεθυσμένη. Από κρασί, από έρωτα, από ευτυχία...
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Δυο Γουλιές Κρασί
Hayran KurguΚαλοκαίρι του 1966 και μια άκρως σημαδιακή ημερομηνία κινεί τα νήματα για τη συνάντηση δύο ανθρώπων που με μια ειλικρινή συζήτηση αφήνουν πίσω τα παλιά...